Έργο της ζωγράφου Betty Ryan με θέα την Άνδρο.

Έργο της ζωγράφου Betty Ryan με θέα την Άνδρο.

Ποτέ δεν ήμουν καλοκαιρινός τύπος. Απεχθάνομαι τη ζέστη, λατρεύω τα χειμερινά μου ρούχα και η έλλειψη καθημερινής ρουτίνας μου προκαλεί ανασφάλεια, για να μην πω πανικό. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο πάω διακοπές για έναν ολόκληρο μήνα σε όσα μέρη μπορώ, οι περισσότερες ιστορίες διακοπών που έχω να διηγηθώ είναι μάλλον ξενέρωτες.

Η σπουδαιότερη καλοκαιρινή ιστορία που έχω λοιπόν να σας πω γι’ αυτό το αφιέρωμα της Popaganda, έλαβε χώρα στην Άνδρο πριν από 3 (ή μήπως 4;) χρόνια. Στην Άνδρο, και συγκεκριμένα στις Στενιές, τυχαίνει να παραθερίζω εδώ και καμιά πενταετία, αφού τόσο η κολλητή μου, όσο και μια θεότρελη παρέα από φίλους είναι από εκεί και διατηρούν εξοχικά σπίτια.

Ένα όμορφο Αυγουστιάτικο βράδυ λοιπόν έχουμε βγει στη Χώρα για φαγητό, που λίγο μετά θα γινόταν ούζο και αρκετά αργότερα θα γινόταν υποβρύχια και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο στο Νημποριό (παραθαλάσσια περιοχή δίπλα από τη Χώρα). Μη βιαστείτε όμως. Αυτή δεν είναι μια ιστορία τρελού μεθυσιού και σκηνικών American Pie ή Eurotrip.

Στην πραγματικότητα όλα άρχισαν τα ξημερώματα, όταν και αποφασίσαμε πως ήταν επιτέλους η στιγμή να αποχωρήσουμε από το Νημπορίο και να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Εκεί είναι και που ένας τολμηρός από την παρέα πρότεινε να γυρίσουμε με τα πόδια και όχι με ωτοστόπ, ξαδέρφια και ξέμπαρκους γείτονες (όπως κάθε φορά δηλαδή). Έχοντας καταναλώσει περίπου 840 λίτρα αλκοόλ η ιδέα φάνηκε σε όλους συναρπαστική. Άλλωστε θα βλέπαμε στην διαδρομή την αυγή, θα κάναμε και τη βόλτα μας.

Ξεκινάμε λοιπόν μια παρέα με καμιά δεκαριά άτομα να διανύσουμε μια απόσταση των (άααντε)  τριών χιλιομέτρων με τα πόδια. Όπως ήταν αναμενόμενο κάποιοι από  την παρέα αποχώρησαν νωρίτερα από όσους έμεναν στις Στενιές, που σημειωτέον έτυχε και εκείνο το βράδυ ήταν μόνο κορίτσια.

Φτάνοντας λοιπόν στα Μπροστά Γυάλια, μια παραλία στα μέσα σχεδόν της διαδρομής, μια άλλη ψυχή είχε τη φαεινή ιδέα να κόψουμε δρόμο περνώντας μέσα από κάτι καλαμιές δίπλα σε ένα ρέμα, που υποτίθεται πως έβγαζαν δίπλα στο χωριό.

Όπως και ήταν φυσικό, εκείνη τη στιγμή είναι που άρχισε και ο εφιάλτης μου: μετά από δύο ώρες ανούσιου περπατήματος σε λάσπες, γαϊδουράγκαθα και ό,τι άλλο μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος φτάσαμε σε, τι άλλο, αδιέξοδο, αφού αυτό που τελικά αντικρίσαμε ήταν ένας  γκρεμός.

Όμως δε φταίει κανείς. Φταίω εγώ. Γιατί, όταν στην κυριολεξία περάσαμε μέσα από ένα μαντρί με αγελάδες διασχίζοντας αυτό το highway to hell, δεν είπα τίποτα στην προσπάθειά μου να μην είμαι ξενέρωτη για μια φορά στη ζωή μου.

Στις 10:30 το πρωί τελικά φτάσαμε σπίτι, με αγκάθια στα πόδια, αφού είχαμε ξανακάνει την ίδια διαδρομή προς τα πίσω για να πάρουμε ταξί. Να συμπληρώσω πως μέσα σ’ όλα το καταραμένο εκείνο ταξί κόστισε 12 ευρώ για μια απόσταση δύο λεπτών, γι’ αυτό φίλοι μου: «Ποτέ ταξί σε νησί».