Μπορεί να θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ελληνική κινηματογραφική κριτική έχει περάσει σε νέα εποχή, μαζί με τη νέα γενιά γραφιάδων της, όμως κάποιες ατάκες εξακολουθούν να ευωδιάζουν μ’ αυτήν την παρήγορη οικειότητα της ναφθαλίνης. Αλλά να σου πω και κάτι; Νισάφι πια με τη δαιμονοποίηση των κλισέ. Υπάρχουν, άλλωστε, για κάποιο λόγο. Όπως τα στερεότυπα είναι δείγματα (έστω και μυωπικής) παρατήρησης και επαγωγικής λογικής, έτσι και τα κλισέ είναι διαχρονικοί κώδικες άμεσης και σαφούς επικοινωνίας, κι αποστάγματα βαθιάς και χρόνιας σοφίας. Ας δούμε μερικά, που θα έκαναν τον Νίκο Παναγιωτόπουλο να αυτοπυρποληθεί τυλιγμένος με τις μπομπίνες του.

popaganda_klise_kinimatografos

ΤΑ ΚΑΛΑ

Η σκωπτική ματιά στη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου.

Η αποδόμηση των κινηματογραφικών συμβάσεων.

Η tour de force ενός οραματιστή σκηνοθέτη.

Η δράση που κόβει την ανάσα.

Το μεστό σενάριο.

Η γλυκόπικρη ιστορία / αφήγηση…

…που ακροβατεί περίτεχνα ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία.

Το ρεσιτάλ ερμηνειών / η συγκλονιστική ερμηνεία…

…που κλέβει την παράσταση.

ΤΑ ΚΑΚΑ 

Η υπερστιλιζαρισμένη φωτογραφία.

Το φρενήρες μοντάζ..

Η βιντεοκλιπίστικη αισθητική.

Η ακαδημαϊκή / θεατρική / διαδικαστική σκηνοθεσία.

Η δράση που αποπροσανατολίζει από…

…Το τρύπιο σενάριο.

Το άνισο αποτέλεσμα με το αδύναμο δεύτερο μισό.

ΤΑ ΜΕΡΑΚΛΙΔΙΚΑ 

To πρωτόλειο δείγμα κοινωνικού ρεαλισμού.

Οι αλληγορικές αναγνώσεις.

Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος.

Η διακριτική σκηνοθεσία.

Η κορύφωση της δραματουργείας.

Οι ήρωες της διπλανής πόρτας.

Η ιστορία ενηλικίωσης…

…που σε κάνει να ερωτευτείς με τη μαγεία του σελιλόιντ.

Για να το καταλάβετε το κάναμε και κείμενο: 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη νέα του ταινία, ο οραματιστής σκηνοθέτης αποδομεί για άλλη μια φορά τις κινηματογραφικές συμβάσεις, προσφέροντας μια βαθιά σκωπτική ματιά στη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Η γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης δυο ηρώων της διπλανής πόρτας, προσφέρεται ως εύφορο έδαφος για τον σκηνοθέτη, να υπογράψει μια tour de force βιντεοκλιπίστικης αισθητικής, στο φρενήρες μοντάζ της οποίας, οι πρωταγωνιστές παραδίδουν ερμηνευτικό ρεσιτάλ που απογειώνει τις δραματουργικές κορυφώσεις του μεστού σεναρίου.

Η διακριτική σκηνοθεσία εκρηκτικών σκηνών δράσης, όμως, που κόβουν την ανάσα με την περίτεχνη ισορροπία τους ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, δεν αρκούν για να καλύψουν το αδύναμο δεύτερο μισό ενός τρύπιου σεναρίου που πνίγεται απ’ τη σοβαροφάνεια των αλληγορικών του αναγνώσεων. Επιπλέον, η διαδικαστική προσέγγιση της υπερστυλιζαρισμένης φωτογραφίας δεν καταφέρνει να συγκεράσει ένα γενικότερα άνισο αποτέλεσμα, που όσο κι αν προσπαθεί, δεν βρίσκει τον τρόπο να μεταβιβάσει στον θεατή, τη νοσταλγία του σκηνοθέτη για τον παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο: εκείνον που σε είχε κάνει να ερωτευτείς εξ αρχής τη μαγεία του σελιλόιντ.