17_41101996

Την τελευταία φορά που συνάντησα τον Διαγόρα Χρονόπουλο, ολοφάνερα καταβεβλημένο κι αδυνατισμένο, αλλά πνευματικά ακμαίο, με διάθεση ακόμα και για αστεία, ήταν πριν λίγους μήνες στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Στο θέατρο όπου μέχρι πέρσι και για μια δεκαετία περνούσε μερόνυχτα με την ιδιότητα του καλλιτεχνικού διευθυντή, αποτρέποντας το λουκέτο. Περίμενε να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι και, τελειώνοντας το ουίσκι του, με πήρε και καθίσαμε δίπλα δίπλα στην πρώτη σειρά. Ήτανε κρυωμένος, αλλά ευδιάθετος. Γελούσε. Μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση, νέοι και παλαιότεροι ηθοποιοί τον πλησίαζαν και τον χαιρετούσαν, δίνοντας ραντεβού μαζί του στην παράσταση που παίζουν. Εκτός από ένας πολύ πετυχημένος άνθρωπος, ήταν και πολύ αγαπητός.

Έμαθα για την αρρώστια του, που σήμερα το πρωί έβαλε τέλος σε μια πλούσια 75χρονη βιογραφία με συντριπτικά περισσότερες νίκες από ήττες, όταν δημοσιοποιήθηκαν οι καταγγελίες νεαρής υποψήφιας τρανς στη δραματική σχολή του Θ.Τέχνης. Οι βαριές κατηγορίες ότι «κόπηκε» για «ρατσιστικούς λόγους» είχαν έναν αποδέκτη: τον Χρονόπουλο. Απόρησα. Ήταν γνωστό στους πάντες όχι μονάχα το πόσο δημοκράτης είναι, αλλά και το πόσο απελευθερωμένος κι ακομπλεξάριστος. Χωρίς ταμπού. Τον αναζήτησα αμέσως στο τηλέφωνο. Μου ζήτησε να τον πάρω αργότερα, γιατί μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο .«Τι έχεις;». «Καρκίνο», μου απάντησε. Η φωνή του έβγαζε δύναμη. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω κάτι –και έκτοτε ποτέ δεν τον ρώτησα κάτι περισσότερο- αλλά θαύμασα τη γενναιότητα του.

Πολυσχιδής, με ιδιότητες συγκοινωνούντα δοχεία -σκηνοθέτης, παραγωγός, μάνατζερ- ο Χρονόπουλος δεν είχε μονάχα ένα μοναδικό χάρισμα στην επικοινωνία. Διακρινόταν και μια εντυπωσιακή ικανότητα σε επιτελικές θέσεις (είχε διατελέσει και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας και πρόεδρος και διευθυντής του Κέντρου Κινηματογράφου). Το χρέος του Θεάτρου Τέχνης, αναλαμβάνοντάς το το 2004, ανερχόταν στις 630 χιλιάδες ευρώ. Στο μεταξύ κόπηκαν και οι κρατικές επιχορηγήσεις, ο κύριος αιμοδότης του. Όχι μόνο επέζησε η ιστορική σκηνή. Σε 5 χρόνια, χάρη στους χειρισμούς τού Χρονόπουλου, είχαν πληρωθεί οι πάντες και τα πάντα. Το χρέος μηδενίστηκε και το θέατρο είχε «χρήματα και για τις παραγωγές του χειμώνα», όπως μου έλεγε πέρσι το Μάρτη, την μέρα που ανακοίνωσε την οριστική αποχώρησή του από αυτό (δίνοντας τη σκυτάλη στη Μαριάννα Κάλμπαρη) .

Τον βρήκα στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης στην Ιπποκράτους. Είχε μόλις τελειώσει το μάθημά του. Ήθελα να τον ρωτήσω face to face: «Γιατί αποχωρείς τώρα;». Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Yπήρχε, κάτω απ΄τις λέξεις, στον αέρα, συγκίνηση. «Εδώ και καιρό επέμενα λέγοντας πως ό,τι είχα να προσφέρω το πρόσφερα. Έχω κουραστεί και πνευματικά. Μπορεί να έχω στερέψει. Συγχρόνως, ένας θεατρικός οργανισμός μετά από ένα διάστημα πρέπει να ανανεώνεται. Απηύδησα και με το υπουργείο Πολιτισμού και με τις επιχορηγήσεις. Κουράστηκα με όλη αυτή τη βαβούρα. Αλλά ακόμα δεν έχει φύγει ούτε το βάρος ούτε το άγχος. Δεν μπορώ να πω “σήμερα δεν θα πάω στο θέατρο”. Κάθε μέρα πηγαίνω…».

Τόσα χρόνια τον γνωρίζω και σήμερα που αναπαράγεται παντού το ξερό βιογραφικό του έμαθα ότι γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ. Φαντάζομαι, στη μεγάλου μήκους, εμπνευσμένη από την ζωή του, ταινία της κόρης του Ελισσάβετ Χρονοπούλου «Ένα τραγούδι δεν φτάνει» θα μάθουμε όσα αγνοούσαμε για αυτόν τον ευγενή, γοητευτικό κι ικανό εργάτη της τέχνης του θεάτρου, που είχε τελειώσει και τη Νομική Αθηνών και τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν και είχε διαπρέψει σε μεγάλες διαφημιστικές, προτού ξεκινήσει την παραγωγή ταινιών, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικών σειρών, τηλεταινιών και τη σκηνοθεσία παραστάσεων (από το Θεσσαλικό μέχρι την Επίδαυρο). Κάτι που επίσης αγνοούσα ενώ του έχω πάρει τόσες συνεντεύξεις: ότι στα μέσα των 60’s θήτευσε στο Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας κι ότι κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση.

 Η κηδεία του θα γίνει  το Σάββατο στις 12.00 το μεσημέρι στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.