elle_film_still

Elle / Εκείνη (4,5/5)

Μαύρη κωμωδία υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα, σε σκηνοθεσία του Paul Verhoeven και σενάριο του David Birke (απ’ τη νουβέλα Oh… του Philippe Djian), με τους Isabelle Huppert, Anne Consigny, Laurent Lafitte, Charles Berling και Christian Berkel, παραγωγής 2016 σε διανομή της Seven Films

Πετυχημένη επιχειρηματίας πέφτει θύμα βιασμού, κάνει μπάνιο και συνεχίζει τη ζωή της, η οποία εκτός απ’ το μανιπουλάρισμα του μαμάκια γιου της, το sport-fucking με τον άντρα της κολλητής και συνεταίρου της, το σαμποτάρισμα της απελπιστικά νέας φιλενάδας του πρώην άντρα της, και τη σίγουρη πορεία του νέου video game της εταιρεία της προς την αποτυχία, τώρα περιλαμβάνει και τον εντοπισμό του βιαστή της.

Όσο ψηλοί κι αν είναι οι φράχτες των σπιτιών στις ωραίες συνοικίες του Παρισιού, δεν είναι ποτέ αρκετά ψηλοί για να κρατήσουν μυστικά και κρυμμένα τα κρυμμένα μυστικά του γείτονα, κι αυτή φαίνεται να ‘ναι η βασική αφετηρία της νέας ταινίας του Paul Verhoeven -μια ταινία που, όπως κι όλη η καριέρα του Ολλανδού provocateur, είναι ευκόλως παρεξηγήσιμη αν δεν της δώσεις λίγη σημασία. Στα χαρτιά, την ιστορία της Michele ίσως νομίσεις πως την έχεις ξαναδεί από τη Jodie Foster στο The Brave One / Εκτός Εαυτού: μια δυναμική γυναίκα επιβιώνει από ανείπωτη φρίκη, και βάζει μπρος να βρει αυτόν που την προκάλεσε, έτσι ώστε και το κακό να ξεπληρώσει, και τον δυναμισμό της να επανεπιβεβαιώσει. Στην πραγματικότητα όμως, η ηρωίδα του Verhoeven δεν έχει ανάγκη από επιβεβαίωση: είναι ένας απ’ αυτούς τους σπάνιους κυνικούς, κι ως το μεδούλι τους αποφασιστικούς ανθρώπους, που έχουν βαθιά υπόψιν τους πως η ζωή εκτυλίσσεται ανάμεσα σε λύκους, κι αν θέλουν να επιβιώσουν πρέπει ν’ αρχίσουν να ουρλιάζουνε κι αυτοί.

Η ταινία δεν είναι το θρίλερ, ούτε το ψυχόδραμα που φαίνεται να είναι, αλλά αντιθέτως ξεδιπλώνεται, αποφασιστικά, αναπολογητικά και γρήγορα, ως μία μαύρη σαν τη νύχτα κωμωδία, για την μαύρη σαν τη νύχτα κωμωδία που λέγεται ζωή. Κι αυτό που ξεκινά ως σπάνια επίδειξη εγκράτειας, ωριμότητας  κι αφηγηματικής οικονομίας απ’ τον Paul Verhoeven, μετατρέπεται γοργά σε θρίαμβο όταν ο Ολλανδός αρχίζει να αποδομεί όλες τις προσδοκίες που μπορεί να έχει ο θεατής από ένα δράμα βιασμού κι εκδίκησης, κι ύστερα να σκορπάει τα κομμάτια του αράδα, για να αναμίξει ανάμεσά τους όλα τα γρανάζια που συνθέτουν τη γαλλική (και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή μας) κοινωνία. Και σαν τον πιτσιρικά που βάζει φωτιά στα βιβλία του για κάψει μαζί τους με άγρια χαρά την καταπίεση της σχολικής χρονιάς, έτσι κι ο Verhoeven περιλούζει με βιτριολικό χιούμορ κι αγριεμένα τσουχτερή σάτιρα όλες τις αφηγηματικές συμβάσεις της πολιτικής ορθότητας και της ψυχαναλυτικής δραματουργίας, για να φτιάξει ένα ωραιότατο φλαμπέ συναισθημάτων, που μια σε καψαλίζει με την τόλμη του, μια σε ανακουφίζει με το χιούμορ του. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, που λένε.

Τέτοιου είδους ακροβασίες βέβαια, εκτός απ’ την ευαισθησία επιπέδων σεισμογράφου που απαιτούν από τον σκηνοθέτη, σφοδρή ανάγκη έχουν κι από ερμηνευτική ισορροπία. Κι η Isabelle Huppert (στην οποία ο Verhoeven κατέληξε γιατί «καμία Αμερικανίδα ηθοποιός δεν θα έμπλεκε με μια τόσο αμοραλιστική ταινία» όπως είχε πει ο σκηνοθέτης, όταν μετέφερε το πεδίο της δράσης απ’ την Αμερική στη Γαλλία), αποδεικνύεται όχι απλώς η σωστή γυναίκα για το ρόλο, αλλά η ερμηνεύτρια για την οποία μοιάζει σα να γράφτηκε ολόκληρη η ταινία: με ένα ρεσιτάλ ερμηνευτικής ορμής, πληρότητας και φυσικής φινέτσας, η τεράστια Γαλλίδα πιάνει ξανά το νήμα που την έδεσε με τη Δασκάλα του Πιάνο / The Piano Teacher, κι ενσαρκώνει την ηρωίδα του Verhoeven στην κυριολεξία, παραδίδοντας μια ολόσαρκη καταβύθιση στον ψυχισμό του ρόλου της, χωρίς να της ξεφεύγει ούτε νότα ούτε χιλιοστό, απ’ τον τρόπο που μιλά και φέρεται ένας άνθρωπος σαν την Mich-elle.

Ο δεσποτισμός, η κτητικότητα, η αδιάλλακτη ανάγκη να ελέγχει σε υπεραπόλυτο βαθμό την απειροελάχιστη λεπτομέρεια της ζωής (όχι απαραίτητα μονάχα της δικής της, αλλά και των γύρω της), κλιμακώνεται τόσο γρήγορα και τόσο ακραία, που αμφισβητείς την ψυχική ισορροπία της σε στάδιο τέτοιο, ώστε να αμφιβάλλεις ακόμη και για το αν έγινε στ’ αλήθεια το περιστατικό που ανοίγει την ταινία. Η συνεχείς εναλλαγές της ηρωίδας απ’ τη θέση του θύματος σ’ αυτή του σαδιστή, καθρεφτίζονται και στον ιδιοφυή κι αριστοτεχνικό, κατά καιρούς ξεκαρδιστικά σπαρταριστό τρόπο, με τον οποίο το σενάριο ακροβατεί ανάμεσα στο θρίλερ που αποτελεί τον βασικό άξονα της πλοκής του, το δράμα του συμβιβασμού της ηρωίδας με την ολότελα απρόσδεκτη και ανεπιθύμητη αλήθεια της ηλικίας της, και τη μεγάλη κωμωδία των χαλαρών (στα όρια της σαθρότητας) ηθικών φραγμών, που κάνουν τόσο ηδυπαθή τη γαλλική κοινωνία.

Αυτά τα δύο τελευταία λειτουργούν ως βολικό καμουφλάζ και νοστιμότατο συμπλήρωμα στα κενά της θριλερικής πλοκής εξίσου, καλύπτοντας την έλλειψη που αισθάνεσαι συχνά-πυκνά λόγω της σπαρτιάτικα λιτής ανάπτυξής της. Αλλά ακόμη και σ’ εκείνες τις στιγμές, σχεδόν διακρίνεις το σαρδόνιο χαμόγελο του Ολλανδού πίσω απ’ το κάδρο, να λέει πως αλλού ψάχνεις τον θύτη σου, κι αλλού είναι η ουσία: εκεί που μας παρασέρνει με την επίφαση του θρίλερ ο Verhoeven, οδηγώντας μας με μαεστρία έμπειρου τιμονιέρη σ’ ένα ταξίδι προς τη μοναξιά, την (υπερ/εν)ηλικίωση, και την αποδοχή του αναμφίβολου πως όσες καταστάσεις, πράγματα κι ανθρώπους κι αν μανιπουλάρεις, ένα πράγμα μοναχά δεν σηκώνει χέρι πάνω του. Κι αυτό είναι ο χρόνος που περνάει, και φεύγει και τελειώνει.


The Neon Demon

The Neon Demon (3,5/5)

Δραματικό θρίλερ υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα, σε σκηνοθεσία του Nicolas Winding Refn και σενάριο του ιδίου και των Mary Laws και Polly Stenham, με τους Elle Fanning, Jena Malone, Bella Heathcote, Abbey Lee, Karl Glusman και Keanu Reeves, παραγωγής 2016 σε διανομή της Tanweer

Φιλόδοξη κοπέλα προσγειώνεται απ’ το πουθενά στις πασαρέλες του Λος Άντζελες και σκορπά τον τρόμο στον ανταγωνισμό, με την πηγαία ομορφιά και την αλλόκοσμη γοητεία της. Σύντομα όμως, ο ανταγωνισμός τής δείχνει τα δόντια του κι αυτή ανακαλύπτει πως δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο απ’ τον κόσμο της ομορφιάς.

Από το πρώτο του κιόλας καρέ, ο Nicolas Winding Refn, ο πιο ακραιφνής στιλίστας των κινηματογραφικών καιρών μας, κάνει σαφές το θέμα με το οποίο θα ασχοληθεί στο δαιμονισμένο νέο έργο του: καθώς η ηρωίδα του, μια αδιευκρίνιστης καταγωγής, νεότευκτη καλλονή των editorials μόδας, κείται στο ανάκλιντρο λουσμένη με το κόκκινο σαν το κεράσι αίμα της, η αντίθεση της υψηλής αισθητικής και της φρικτής εικόνας, το οξύμωρο της όμορφης φρικαλεότητας και της ηδονικής οδύνης, η μαγνητική γοητεία που μπορεί να ασκήσει πάνω μας η υψηλή αισθητική, ιδίως αν έχει ανάγλυφη την φονική ασχήμια, αυτό ήταν πάντα ένα ζήτημα συζήτησης στα φιλμ του Refn, σ’ ετούτη την ταινία του όμως, είναι *το* θέμα. Και πού αλλού ταυτίζεται πιο απόλυτα η ομορφιά με την ασχήμια, αν όχι στον κόσμο της μόδας αναρωτιέται ο Δανός, που με ανυπέρβλητη εικαστική βιρτουοζιτέ, συνθέτει μια καλειδοσκοπική καταβύθιση σ’ αυτό το σύμπαν των υαινών που τρέφονται με τους χυμούς της νιότης. Και παραδίδοντας μαθήματα φινέτσας και εικονοπλαστικής κομψότητας, συνθέτει ένα ρέκβιεμ για την κανιβαλιστική φύση της (βιομηχανίας της) ομορφιάς, στον πιο ακραίο, κυριολεκτικό βαθμό της.

Η ταινία του, καταδικασμένη στην παρεξήγηση, τη χλεύη και την απόρριψη, κυρίως λόγω του άβολου συνδυασμού των υψηλών φιλοδοξιών και της απερίσκεπτης αδιαφορίας για το προσβάσιμο της υλοποίησής τους, ξεδιπλώνεται σαν παραισθητικό ταξίδι σ’ έναν κόσμο παραμυθένιο κι εφιαλτικό ταυτόχρονα, γεμάτο μεταφυσικούς συμβολισμούς και αλληγορικούς κινδύνους, να λαμπυρίζουν κάτω από απόκοσμα ολόγιομα φεγγάρια που μοιάζουν να ξεπήδησαν από ουρανούς του Jodorowsky. Οι τίγρεις της Νεβάδα δεν είναι τα μόνα σαρκοβόρα που κυκλοφορούν πεινασμένα γύρω από τα μοτέλ της Πασαντίνα (ο Keanu Reeves απολαυστικός σε μια μινιμαλιστική αλλά χορταστική παραλλαγή του κακού λύκου της γειτονιάς), κι οι κακές μάγισσες δεν μοιράζουνε πια μήλα, αλλά δηλητηριασμένη στοργή και κατανόηση (η Jena Malone δίνει στοιχειωτική, μαύρη καρδιά στην ταινία). Γι’ αυτά απαιτούν αντάλλαγμα, και θα το πάρουν με το ζόρι αν χρειαστεί, σπρώχνοντας την αφήγηση σε μακάβρια φινάλε, όμως, όσο οι αλλεπάλληλες αλληγορίες του Refn γίνονται πιο περίτεχνες απ’ όσο δικαιολογούν οι έννοιες που θέλει να κανιβαλίσει, η ταινία του επιδίδεται σε επικίνδυνα φλέρτ με την σοβαροφάνεια και τον ναρκισισμό. Από την άλλη βέβαια ο σπουδαίος Δανός ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τη λεπτότητα, και για τη διακριτικότητά του: Αντίθετα, η περφεξιονιστική του προσήλωση στην λεπτομέρεια της εικόνας, αναδεικνύει τη βασικότερη προβληματική αυτής της αναποδογυρισμένης εκδοχής του Η Πεντάμορφη και το Τέρας (στην οποία το Τέρας είναι η ίδια η ομορφιά), προβληματική που δεν είναι άλλη απ’ την ίδια την φετιχοποίηση της ομορφιάς, και της εικόνας.

Αυτή η εμμονή του, άλλωστε, αυτή η προσήλωση και η φετιχοποίηση της εικόνας, είναι που έχει αναδείξει τον Refn ως ελπίδα και νέμεση του arthouse ταυτοχρόνως, και τις ταινίες του ως πανέμορφα τέρατα του ευρωπαϊκού σινεμά.


girl

The Girl on the Train / Το Κορίτσι του Τρένου (1,5/5)

Δραματικό θρίλερ σε σκηνοθεσία του Tate Taylor και σενάριο της Erin Cressida Wilson (απ’ την ομότιτλη νουβέλα της Paula Hawkins), με τους Emily Blunt, Haley Bennett, Rebecca Ferguson και Justin Theroux, παραγωγής 2016 σε διανομή της Odeon

Αλκοολική ζωντοχήρα με πάθος για τη θέα απ’ το παράθυρο του τρένου που περνά μπροστά απ’ το σπίτι του ξαναπαντρεμένου πρώην της, παθαίνει εμμονή με την εξαφάνιση της νταντάς του, στην οποία υποψιάζεται ότι ο νοικοκύρης έβαζε χέρι. Ακολουθούν αυτοσχέδιες έρευνες και μνημειώδεις υστερίες.

Αυτό που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκέστατο υπαρξιακό θρίλερ με χιτσκοκικές αναφορές, βγαίνει θρίλερ με υπαρξιακή κρίση απ’ την κάμερα του Tate Taylor, που πάντως σίγουρα απέχει έτη φωτός από το nail-biter που θα προσμένουν όλοι οι πρόθυμοι να ξαναβιώσουνε στις αίθουσες, το σασπένς που έσταζε απ’ τις σελίδες του best seller της Paula Hawkins. Αδιευκρίνιστο αν η αποτυχία οφείλεται κυρίως στην σεναριακή μεταγραφή της Erin Cressida Wilson (η οποία μέχρι και τον Atom Egoyan είχε κοντέψει να πάρει στο λαιμό της με το άψητο ερωτικό θρίλερ Chloe / Χλόη), ή στους ιδεασμούς arthouse-ίλας του Taylor, που πνίγει την πλοκή του στους φαντεζί auteur-ισμούς. Το σίγουρο πάντως είναι πως το παχύ, πηχτό μελόδραμα που στάζει απ’ την οθόνη, μαζί με την μονότονη, ανελέητη σοβαροφάνεια της αφήγησης, είναι κατορθώματα αποκλειστικά δικά του, όπως δικιά του είναι και η αποπροσανατολισμένη του προσπάθεια να εικονογραφήσει την παράνοια, τη σύγχυση και τη μονομανία της ηρωίδας του, με απανωτά κοντινά σε κεφάλια και πλάτες ηρώων και κομπάρσων. Η άσφαιρη επένδυσή του στην κλειστοφοβία, καταφέρνει μονάχα να επιτείνει την ασφυξία που προκαλεί η πομπώδης υπερβολή με την οποία φορτώνει την δραματουργία του, προκειμένου να σου θυμίζει συνεχώς ότι τα πράγματα είναι πολύ, μα πάρα πολύ, μα αφόρητα σοβαρά. Έλα όμως που δύσκολα τα παίρνεις στα σοβαρά, σε μια ταινία όπου η βασική σκηνοθετική οδηγία προς την χαντακωμένη Emily Blunt, πρέπει να ήταν «εντάξει, ωραία κλαις ρε Emily, θέλω να δω και μύξες όμως».


Storks / Πελαργοί (3/5)

Κινούμενα σχέδια σε σκηνοθεσία των Nicholas Stoller και Doug Sweetland και σενάριο του δεύτερου, με τις φωνές των Andy Samberg, Katie Crown και Kelsey Grammer (Θανάσης Τσαλταμπάσης, Λίλα Μπακλέση κ.ά. στα Ελληνικά), παραγωγής 2016 σε διανομή της Tanweer

Τα μωρά τα έφερνε ο πελαργός, μέχρι που η αγορά άλλαξε παίρνοντας μαζί της και τις προτεραιότητες της εταιρείας: τα περιστέρια κάναν επιθετική συγχώνευση και ανέλαβαν το μαγαζί για να το κάνουν Amazon, όμως ένα λάθος στις παραγγελιοληψίες έφερε ένα τελευταίο μωρό στη ζώνη φορτοεκφόρτωσης, κι ο καλύτερος ντελιβεράς αναλαμβάνει να το παραδώσει πριν πάρουν πρέφα τα αφεντικά, στο νέο animated υπερθέαμα της Warner, που εκτός από οπτική φινέτσα έχει να επιδείξει και ζεστή καρδιά.


L’ Ultima Spiaggia / Η Τελευταία Παραλία (2,5/5)

Ντοκιμαντέρ υποψήφιο για Χρυσό Βλέμμα στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία των Θάνου Ανεστόπουλου και Davide del Degan και σενάριο του πρώτου και της Nicoletta Romeo, παραγωγής 2016 σε διανομή της One from the Heart

Ένας ψηλός τσιμεντένιος φράχτης καταμεσής της αμμουδιάς, χωρίζει μια παραλία της Τεργέστης σε αρρένων και θηλέων, και μια μακριά κορδέλα από σημαδούρες επεκτείνει τις διακρίσεις στο νερό. Ο μόνος που επιτρέπεται να περνάει πότε απ’ τη μια, πότε απ’ την άλλη πλευρά αυτής της τελευταίας στο είδος της παραλίας του Δυτικού Κόσμου, είναι η κάμερα των Ανεστόπουλου και del Degan, που πηγαινοέρχεται και μας πηγαινοφέρνει ανάμεσα σε γερασμένους θαμώνες με όχι απαραίτητα γερασμένες αντιλήψεις, για να μάς δείξει πως δεν είναι απαραίτητα λόγω συνθήκης διαφορετικοί οι κόσμοι ανδρών και γυναικών, αλλά και στην ουσία τους: οι άνδρες είναι από τον Άρη κι οι γυναίκες απ’ την Αφροδίτη ως γνωστόν, και την ώρα που τα γερασμένα παλικάρια αρπάζονται για τις καρέκλες, τα κορίτσια με τα ασημί μαλλιά παίζουν χαρτιά και τραγουδάνε, όσο πιο δίπλα οι νεότερες ανταλλάσσουν συμβουλές και ιστορίες. Συζητήσεις για τα σύνορα με τα φυλάκια και τις παρατεταμένες καραμπίνες της κομμουνιστικής απειλής, τραβάνε ενδιαφέρουσες παράλληλες με τη σύγχρονη εποχή της προσφυγιάς, σ’ ένα μειλίχιο ντοκιμαντέρ που κατά καιρούς μπορεί να δοκιμάσει την υπομονή του θεατή, αλλά αναπληρώνει τακτικά, με σπαρταριστά ενσταντανέ και διαφωτιστικές ανθρωπολογικές παρατηρήσεις.


Επίσης στις αίθουσες:

Don’t Breathe / Μην Ανασαίνεις

Μια γυναίκα και δυο άντρες μπουκάρουν σε σπίτι τυφλού να τον ληστέψουν, αλλά βρίσκουν τον αιμοδιψή τους μάστορα. Ταινία τρόμου του Fede Alvarez σε σενάριο του ιδίου και του Rodo Sayagues, με τους Stephen Lang, Jane Levy και Dylan Minnette, παραγωγής 2016 σε διανομή Feelgood Entertainment.

Indignation / Αγανάκτηση

Ξύπνιο εβραιόπουλο στα κολέγια της Αμερικής των ‘50s προσπαθεί να μπαλατζάρει την πολιτισμική του καταγωγή με την μετεφηβική του ορμή, σ’ ένα περιβάλλον τιγκαρισμένο στα στερεότυπα και τους κοινωνικούς αυτοματισμούς. Κοινωνικό δράμα του James Schamus σε σενάριο του ιδίου (από το μυθιστόρημα του Philip Roth), με τους Logan Lerman, Sarah Gadon και Tracy Letts, παραγωγής 2016 σε διανομή Spentzos Film.

Un Homme Ideal / Ο Συγγραφέας

Φέρελπις συγγραφέας με πλούσια εμπειρία στις χυλόπιτες από εκδοτικούς, βρίσκει χειρόγραφο σε σπίτι πεθαμένου και το κάνει best seller, όμως σύντομα κι επώδυνα ανακαλύπτει πως η δανεική επιτυχία έχει κοντά ποδάρια. Θρίλερ του Yann Gozlan σε σενάριο του ιδίου και των Guillaume Lemans και Gregoire Vigneron, με τους Pierre Niney, Ana Girardot και Andre Marcon, παραγωγής 2016 σε διανομή Filmtrade

Un Condor

Μετά από 38 χρόνια εξορίας, ο Sergio Contreras επιστρέφει στη Χιλή, κι η κάμερα του Γιάννη Κολόζη είναι εκεί για να βιώσει μαζί του ένα road trip στο παρόν και το παρελθόν της ταλαιπωρημένης μα περήφανης χώρας. Ντοκιμαντέρ του Γιάννη Κολόζη σε σενάριο του ιδίου, παραγωγής 2015 σε διανομή New Star