Ο Μερσό , ο «Ξένος» του Καμί σκοτώνει έναν Άραβα και δέχεται αδιάφορα την καταδίκη του σε θάνατο, αποδεικνύοντας τον παραλογισμό της ύπαρξης. Ο Ροκαντέν στην «Ναυτία» του Σαρτρ νιώθει μία ολοένα και αυξανόμενη δυσφορία, καθώς αποδέχεται το γεγονός της ματαιότητας της ιστορικής του μελέτης για τον Μαρκήσιο ντε Ρολμπόν. Και ο Βίκτορ Μανσίνι ο ήρωας του «Πνιγμού» αναρωτιέται τι μαλακίες κάνει για να βγάλει χρήματα μπαίνοντας ετσι από την πίσω πόρτα στο πάνθεον των ηρώων του υπαρξισμού.

«Αν το το Fight Club αφορούσε την αναρχια και την κατάλυση της υπάρχουσας τάξης, ο Πνιγμός αφορά το επόμενο βήμα αυτό που ο Σόρεν Κίρκεγκορ αποκαλούσε υπαρξιακή ενοχή». Έτσι περιγράφει το μυθιστόρημα του ο Πόλανικ καθώς ο Βίκτορ θέλει να αναισθητοποιήσει αυτό που αποκαλεί αγωνία της ύπαρξης μέσα από το σεξ. Βασικά είναι εθισμένος  στο σεξ και το κάνει παντού σε τουαλέτες αεροπλάνων, σε υπόγεια εκκλησιών  όπου συγκεντρώνονται οι νυμφομανείς και οι πορνόγεροι για να απαλλαγούν από τον εθισμό τους και σε ναούς που κρύβονται μέσα στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων.

Η λύσσα του για τις τροφαντούς γλουτούς και τα στητά στήθια των γυναικών είναι η μόνη διαφυγή του από την μιζέρια της ύπαρξης του. Η μητέρα του που τον μεγάλωσε κυριολεκτικά στους δρόμους, μία ακτιβίστρια απομεινάρι των κινημάτων  του ΄60, πάντα κυνηγημένη από τους μπάτσους, βρίσκεται σε ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο καθώς πάσχει από γεροντική άνια και αργοσβήνει αφού ξεχνάει να καταπιεί την τροφή της. Ο Βίκτορ που παράτησε το όνειρο του να γίνει γιατρός, βγάζει χρήματα με τον αντίθετο τρόπο. Διαλέγει πολυτελή εστιατόρια, στην διάρκεια του φαγητού προσποιείται ότι πνίγεται οπότε κάποιοι τον σώζουν. Και ύστερα ζητάει διαρκώς χρήματα από τους σωτήρες του αφού αυτοί νιώθουν υποχρεωμένοι να τον φροντίζουν για την υπόλοιπη ζωή του.

Όμως οι επιταγές των σωτήρων, δεν φτάνουν να καλύπτουν τα έξοδα, τα εστιατόρια που μπορεί να πνίγεται λιγοστεύουν και ο Βίκτορ συμπληρώνει το εισόδημα του παριστάνοντας τον Ιρλανδό υπηρέτη σε ένα μουσείο ζωντανής ιστορίας, βορά στους τουρίστες και τα γυμνασιόπαιδα που μαθαίνουν πως ήταν η Αμερική το 1780. Εκεί μαζί με άλλους αξιοθρήνητους τύπους, διαρκώς μαστουρωμένους, ανάμεσα τους και τον κολλητό του τον Ντένι, έναν παθιασμένο με τον αυνανισμό, ζωντανεύουν την ένδοξη περιοδο της πουριτανικής Αμερικής.

Μόνο που όταν μαθαίνει πως η μητέρα του έμεινε έγκυος χάρη σε ένα αλλόκοτο πέιραμα με το οποίο χρησιμοποιήθηκε το DNA από την ακροποσθία του Ιησού μετα την περιτομή του, η ζωή του αλλάζει. Δεν είναι πια κοινός θνητός, ένα θύμα της σαρκοβόρας αμερικάνικης καταναλωτικής κοινωνίας, αλλά ο γιος του Ιησού που πρέπει να υποφέρει.

Αν το «Fight Club» πραγματεύονταν την απελευθέρωση μέσω της βίας, ο «Πνιγμός» που γράφτηκε το 2001, είναι ένα πιο πολύπλοκο μυθιστόρημα. Ο Πόλανικ μοιάζει να συγκεντρώνει τις εμμονές και τους φόβους του μέσου αμερικάνου, σεξ, κατανάλωση, πίστη και θάνατο και ύστερα τα λοιδωρεί με ακαταμάχητο και αστείρευτο  σαρκασμό. Ο «Πνιγμός» είναι το ημερολόγιο της μάταιης ζωής ενός τέκνου της αθέατης Αμερικής που γαλουχήθηκε όχι με το αμερικάνικο όνειρο αλλά με τον αντιστοιχό του εφιάλτη.

Οι μαχητές του «Fight Club», επιθυμούσαν να σπέρνουν το χάος. Οι παλαβοί του «Πνιγμού»  αντικρύζουν το χάος των καιρών τους, όπου οι άνθρωποι χορεύουν με τον ήχο των σειρήνων  και προσπαθούν να οικοδομήσουν την δική τους εναλλακτική πραγματικότητα.  Θέλουν να ξεφύγουν από την ασφάλεια και την σιγουριά και να φτιάξουν κάτι, οτιδήποτε, αρκεί να σταματήσουν να νιώθουν έρμαια ενός κόσμου που τους υπαγορεύει το μέλλον τους.

Ο «Πνιγμός» του Τσακ Πόλανικ κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Οξύ και επανακυκλοφορεί σε νέα μετάφραση Πάνου Τομαρά από τις εκδόσεις Αίολος.