birne (1)

Το αουτσάιντερ, ο αδύναμος, πάντα είναι εκείνος που το κοινό συμπαθεί περισσότερο, νομοτελειακά. Πάντα όταν βλέπουμε κάποιον που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι ενός άλλου αλλά παλεύει με όσες δυνάμεις διαθέτει για να επικρατήσει, ασυναίσθητα παίρνουμε το μέρος του, θέλουμε να τον δούμε εν τέλει να βγαίνει νικητής. Μολονότι στο επιχειρείν δεν χωρούν συναισθηματισμοί, στον κόσμο του ίντερνετ τα πράγματα δεν διαφέρουν και πολύ από τις περιπτώσεις που «φωτογραφίσαμε» πιο πάνω. Υπάρχουν οι μεγάλες εταιρείες, οι κολοσσοί, οι πολυεθνικές, εκείνες που πουλάνε τα στοιχεία μας σε διαφημιστικές και δεν σέβονται τίποτα, αυτές που μας παρακολουθούν σε κάθε μας βήμα και ξέρουν τα πάντα για την πάρτη μας, και υπάρχουν κι οι άλλες, οι μικρές, οι ταπεινές, οι πτωχές πλην τίμιες νεοφυείς επιχειρήσεις, αυτές που ξεκίνησαν σαν ιδέες από ένα γκαράζ, έναν κοιτώνα, ένα πατσατζίδικο στη δύση μιας νύχτας γεμάτης αλκοόλ ή μια στάση λεωφορείου μια τυπική μέρα της ελληνικής πραγματικότητας –απ’ αυτές που το λεωφορείο έεεεερχεται…

Αν διακρίνατε έναν τόνο ειρωνείας στα παραπάνω, τότε είστε σε καλό δρόμο: δεν πρόκειται παρά για στερεότυπα τα οποία άπαντες όχι απλά παπαγαλίζουμε αλλά αποδεχόμαστε κιόλας, δημιουργώντας –στα μάτια μας πρωτίστως- μια τελείως λανθασμένη εικόνα για τον κόσμο και, κυρίως, τη βιομηχανία του διαδικτύου. Κατ’ αρχάς ας ξεκινήσουμε από το βασικό: όλες οι γαμάτες ιδέες, εκείνες που έφεραν τα πάνω-κάτω, ξεκίνησαν ως κάτι μικρό, αυτό που οι αμερικάνοι ονομάζουν “longshot” από άτομα συνήθως μικρής ηλικίας οπλισμένα με μπόλικο θάρρος, ακόμα μεγαλύτερο θράσος και σεβαστή άγνοια κινδύνου. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο λόγος; Μα αν πρόκειται για ιδέα ή κονσέπτ τύπου «κι αν σου κάτσει», ποια μεγάλη, φτασμένη εταιρεία (ή καριερίστας χαρτογιακάς) θα πάρει την ευθύνη; Και ποια θα σκεφτεί τόσο “out of the box” προκειμένου να υλοποιήσει κάτι τελείως έξω απ’ τα νερά της; Ακριβώς: ουδεμία.

Άπαξ λοιπόν και οι δυο φίλοι, τα τρία αδέλφια, τα επτά κατσικάκια ή οποίοι άλλοι κάτσουν κάτω και μετατρέψουν την ιδέα σε εταιρεία, κάνουν την αρχή, τότε ο στόχος τους, ανεξαρτήτως αντικειμένου, είναι ο ίδιος: να βγάλουν λεφτά. Τόσο για βιοποριστικούς λόγους, όσο και για να έχουν κι οι ίδιοι κίνητρα να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα, στο επόμενο level, αν επρόκειτο για videogame: μια μικρή εταιρεία στοχεύει να γίνει μικρομεσαία, από ‘κει μεσαία, μετά μεγάλη, πολυεθνική και πάει λέγοντας. Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και υποθέτω πως αν ο Δαρβίνος σκάμπαζε από μάνατζμεντ, θα μας έκανε “like”. Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, για φέρτε στο μυαλό σας όλες εκείνες τις εταιρείες που το πόπολο λατρεύει να μισεί σήμερα: τη Microsoft, τη Google, την Apple, ακόμα και τη νεότερη όλων, το Facebook. Όλες ξεκίνησαν από το ίδιο μέρος, όλες ακολούθησαν με μικρές παρεκκλίσεις την ίδια πορεία και όλες κατέληξαν να ‘χουν το ίδιο στάτους. Η λογική λέει ότι κάποια –συνήθως ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού- από τα φερέλπιδα startups που με τόση συμπάθεια βλέπουμε σήμερα να παλεύουν να επιζήσουν, σε μερικά χρόνια θα έχουν μπει στο κλαμπ όλων εκείνων των εταιρειών με τις οποίες «στραβώνουμε» καθημερινά/ Κι ας μη μας έχουν κάνει κάτι πρακτικά. Έτσι πάει: το επιτυχημένο startup δεν το κάνουν οι λάτρεις ή οι «ευαγγελιστές». Οι haters είναι που το καθορίζουν.