blair

Μπορεί πλέον να φαντάζει δεδομένο, αλλά το 1999 κανείς δεν περίμενε το ξαφνικό χτύπημα που θα ερχόταν στο κινηματογραφικό στερέωμα με το Blair Witch Project. Μια ταινία που ακόμα και σήμερα διχάζει το κοινό περί του αν πρόκειται για έργο σημαντικό ή απλά υπερεκτιμημένο. Όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι η κληρονομιά που άφησε πίσω του, με τις ταινίες found footage να ξεφυτρώνουν με ταχείς ρυθμούς, είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο. Το ημερολόγιο πλέον γράφει 2016, το Blair Witch πρόκειται να κυκλοφορήσει και πιάνουμε τους εαυτούς μας να θυμόμαστε πότε και πως ήρθαμε πρώτη φορά σε επαφή με την ταινία που πέρασε με το δικό της τρόπο από τη σφαίρα του cult στην οριστική pop αναγνώριση.

Η ιστορία της ταινίας που αφορά σε τρεις φοιτητές οι οποίοι χάνονται στο δάσος του Burkittssville του Maryland, πέφτοντας θύματα της μάγισσας που μέχρι πρότινος αποτελούσε έναν απλό αστικό μύθο δεν ξεκινάει, ωστόσο, το 1999. Αντιθέτως, ήταν στα σκαριά για πολλά χρόνια πριν την επίσημη πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Sundance, πιο συγκεκριμένα το 1993. Οι σκηνοθέτες της ταινίας, Daniel Myrick και Eduardo Sànchez, παρακινούμενοι από την ιδέα πως τα ντοκιμαντέρ περί μεταφυσικού είναι πιο τρομακτικά από τα θρίλερ, αποφασίζουν να γυρίσουν ένα κράμα των δύο, ένα θρίλερ με τη μορφή αληθοφανούς ντοκιμαντέρ σχετικά με έναν αστικό μύθο, τον οποίο έχτισαν προσεκτικά. Πιστεύοντας πως μια τέτοια ταινία δεν μπορεί να βασιστεί εξ ολοκλήρου σε ένα υποτυπώδες σενάριο, παραμέρισαν τις 35 σελίδες του γραμμένου σεναρίου τους για χάρη του αυτοσχεδιασμού. Αυτό ήταν και το βασικότερο προσόν που ζητήθηκε από τους ηθοποιούς που πέρασαν από οντισιόν, η δυνατότητα του αυτοσχεδιασμού.

Τα γυρίσματα διήρκεσαν 8 ημέρες στο Maryland και παρήχθησαν συνολικά 19 ώρες υλικού, που χρειάστηκε να περικοπεί προκειμένου να γίνει μια ταινία φυσιολογικής διάρκειας. Αξιοσημείωτο είναι πως, λόγω του αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα των γυρισμάτων, οι ηθοποιοί έβρισκαν οδηγίες σχετικά με το πώς να κινηθούν μέσα από διάφορα ευρήματα που οι σκηνοθέτες είχαν σκαρφιστεί προκειμένου να δώσουν στους ηθοποιούς όλο το χώρο που χρειάζονταν προκειμένου να δώσουν πνοή στον φτιαχτό μύθο της μάγισσας που απαγάγει τα θύματά της. Δεδομένου και του ελάχιστου προϋπολογισμού της ταινίας (μόλις 60,000 δολάρια), είναι φανερό πως το όραμα των δημιουργών ήταν ξεκάθαρα δομημένο σε σχέση με το πώς να προκαλέσουν τον τρόμο στους θεατές. 

Παίρνοντας τις καλύτερες διδαχές από την προώθηση του Cannibal Holocaust του Ruggero Deodato, πατέρα των found footage θρίλερ, ο οποίος είχε υπογράψει συμβόλαιο με τους πρωταγωνιστές του να μην εμφανιστούν δημόσια για να ενισχύσει το αληθοφανές της ταινίας του, πρόσεξαν πολύ καλά πως θα εξάψουν την περιέργεια του κοινού προκειμένου να  κάνουν το ψευτοντοκιμαντέρ τους να φανεί πλήρως ρεαλιστικό. Για την ακρίβεια, πριν την πρεμιέρα της ταινίας, οι σκηνοθέτες παρήγαγαν ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με το μύθο της μάγισσας του Blair. Το doc προβλήθηκε στο SciFi Channel. Αυτό είχε σαν επακόλουθο μέρος του κοινού να μπερδευτεί ως προς το αν αυτό που είδαν ήταν η πραγματικότητα ή όχι.

Η ταινία καθαυτή, τώρα, εξακολουθεί να διχογνωμεί κριτικούς και κοινό σχετικά με το αν φαίνεται ξεπερασμένη ή όχι και το πόσο αξίζει ως φιλμ. Προσωπικά μιλώντας, θεωρώ πως αν κανείς ενδιαφέρεται να καταλάβει τι είναι το λεγόμενο found footage παρακλάδι των ταινιών τρόμου, αυτή είναι η πλέον χαρακτηριστική ταινία. Ακόμα και σήμερα, τα μουντά πλάνα των καμερών, τα μουχλιασμένα χρώματα των τοπίων, ο τρόμος που δεν προέρχεται από το ορατό αλλά από αυτό που αχνοφαίνεται ή που απλώς ακούγεται, εξακολουθούν να είναι πειστικά. Ακόμα και αν ξέρουμε πως αυτό που βλέπουμε είναι απλώς μια ταινία, ακόμα και αν έχουμε γίνει σχεδόν αναίσθητοι στον τρόμο από την υπερκατανάλωση των θρίλερ, το Blair Witch Project εξακολουθεί να αποπνέει μια σκοτεινή γοητεία. Ακόμα και αν οι ηθοποιοί του δεν ήταν και οι καλύτεροι, φτάνοντας μερικές φορές σε ερμηνευτικές υπερβολές, μπορεί να μας κάνει να ανατριχιάσουμε στην περιβόητη σκηνή που η σκηνή των φοιτητών σείεται από αγνώστων λοιπών στοιχείων παρουσίες. Και έστω για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μπορούμε να πιστέψουμε πως δεν πρόκειται περί μυθοπλασίας αλλά για υλικό που όντως βρέθηκε σε κάποιο δάσος.

Το φαινόμενο Blair Witch Project γρήγορα πήρε τρομακτικές διαστάσεις. Την κυκλοφορία του ακολούθησαν βιβλία, βιντεοπαιχνίδια, ένα κόμικ, ακόμα και ένα ντοκιμαντέρ γυρισμένο το 2015 με θέμα την παραγωγή του. Έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία, παρωδήθηκε στο πρώτο Scary Movie και απέκτησε φανατικό κοινό. Γυρίστηκε και μια αποτυχημένη συνέχεια, η οποία σε καμία περίπτωση δε φέρει ούτε το ένα χιλιοστό της ατμόσφαιρας του αυθεντικού, κανιβαλίζοντας με περισσό θράσος το όνομα της πρώτης ταινίας. Πλέον αυτή η συνέχεια, το λεγόμενο Book Of Shadows: Blair Witch 2, έχει καταλήξει να θεωρείται μιας μορφής spin-off, καθώς όχι μόνο δεν αγαπήθηκε από το κοινό, αλλά και κανένας από τους συντελεστές του πρώτου δε συμμετείχε στην ταινία. Οπότε το Blair Witch, που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα, θεωρείται το μόνο «κανονικό» sequel. Η λογική λέει ότι δεν πρόκειται να αγγίξει τα επίπεδα του πρώτου, όμως ευχόμαστε τουλάχιστον να μην πρόκειται περί εμπορικής αρπαχτής και να σεβαστεί το όνομα κάτω από το οποίο κυκλοφορεί.

Τέλος, η κληρονομιά του. Εφόσον υπήρξε μια αναγνωρίσιμη εμπορική επιτυχία, δεν ήταν λίγοι αυτοί που θέλησαν να καρπωθούν της συνταγής του προκειμένου να αυξήσουν το κασέ τους ή που εμπνεύστηκαν προκειμένου να αποπειραθούν να γυρίσουν ταινίες μέσα από το οπτικό πεδίο μιας κάμερας χειρός. Μέχρι περίπου το 2010, τα found footage θρίλερ γνώρισαν μεγάλη άνθιση, με ελάχιστα από αυτά, όμως, να ξεχωρίζουν ποιοτικά. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζουμε το Rec, το εντυπωσιακό Cloverfield, το γιαπωνέζικο  Noroi (ίσως η μοναδική φορά που η Ιαπωνία εμπνεύστηκε από την Αμερική σε θέμα τρόμου και όχι το ανάποδο), το εξαιρετικό Last Horror Movie που παραμένει σχετικά άγνωστο και το απλό κι απέριττο Creep, αλλά αφήνουμε πίσω μας χωρίς τύψεις τις συνέχειες του Paranormal Activity –το πρώτο ίσως σώζεται κάπως-, το V/H/S, το Poughkeepsie Tapes, ενώ διχαζόμαστε για περιπτώσεις όπως το Last Exorcism, The Visit, As Above So Below και λοιπά καθώς ισχύει το «ναι μεν, αλλά».