«Έχω συνηθίσει σε λέω, και με τρεις ώρες ύπνο, είμαι κομπλέ», με λέει, ενώ έχει αντιληφθεί τη σχετική μου έκπληξή, γιατί δεν έχουν περάσει ούτε τέσσερις ώρες από τη στιγμή που κλείδωσε ακόμη μία φορά, ακόμη ένα πρωί, την πόρτα του Berlin, και ο Θόδωρος Παπαδόπουλος – που το 1979 άνοιξε στη μέση της Χρυσοστόμου Σμύρνης, ενός «ανύπαρκτου», τότε, στενού του κέντρου της Θεσσαλονίκης, που εκτείνεται για τρία μόλις τετράγωνα, από τη Νίκης μέχρι την Τσιμισκή, ένα μπαρ που με τα χρόνια θα εξελισσόταν σε τοπόσημο μιας ολόκληρης πόλης – έχει ήδη βρει την όρεξη ώστε να αρχίσει να διηγείται ιστορίες. Ιστορίες για τον Αγγελάκα όταν ήταν DJ στο μαγαζί, για όλες τις μπάντες που «έπρεπε» να μεθύσουν εκεί μετά τις συναυλίες τους, για τα ντράβαλα με τις «επιχειρήσεις αρετής» ειδικά τις παλιές, καλές εποχές, για όλα τα βράδια του «οίνου και των ρόδων» και του αναπόφευκτου hangover. Ιστορίες που ξέρει ότι θέλω να ακούσω. Ιστορίες που ξέρει ότι όλοι θέλουν να ακούνε από εκείνον. Ιστορίες που ορισμένοι τις έχουν ζήσει από κοντά. Ιστορίες που όλοι οι υπόλοιποι νιώθουν σαν να τις έχουν ζήσει, γιατί αποτελούν γλαφυρά κομμάτια του ψηφιδωτού της μεγάλης, συγκεχυμένης, μουλιασμένης σε άφθονο αλκοόλ συλλογικής μνήμης όσων επιμένουν να τρέφουν ακόμη την πίστη ότι τα καλύτερα πάρτι είναι αυτά που γίνονται στον 13ο όροφο

Ακόμη και ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί, όπως τραγουδάει και ο Παυλίδης, που κι εκείνος, φαντάζομαι, θα έχει (όπως κι εσύ, όπως κι εγώ) να διηγηθεί τις δικές του από αυτό το υπέροχο καταγώγι, που στα μέσα της τέταρτης δεκαετίας της αμετανόητα έκλυτης ύπαρξής του, συνεχίζει να αποτελεί εκεί στη Σαλονίκη, με έναν τρόπο αδιαπραγμάτευτο τον τελικό προσκυνηματικό προορισμό όσων (νιώθουν ότι) αναπνέουν καλύτερα τα βράδια. Και των πορωμένων εικοσάρηδων που σεληνιάζονται με τους Dead Kennedys, και όσων έχουν πολλά περισσότερα χρόνια στις πλάτες τους, αλλά που και που θέλουν να ρίχνουν άγκυρα σε αυτό το Fun House, που όμοιό του δεν υπάρχει πια σε όλη την Ελλάδα, αλλά και όσων μπορεί να μην έχουν καν ακουστά τον Iggy Pop, όμως ξέρουν ότι στο Berlin είναι σαν να ξημερώνει λίγο πιο αργά από ότι στην υπόλοιπη Θεσσαλονίκη. «Από φρικιά μέχρι κυριλέ γκόμενες και από ένα σακατεμένο απ’ το Βαρδάρη μέχρι γκοθάδες. Έτσι ήθελα να είναι. Αυτό είναι για μένα rock. Και στο Berlin κανείς δεν παρεξηγείται με τη διαφορετικότητα των άλλων», όπως λέει και ο «Μπερλινάς». 

Στην τελική, ο ήλιος θα κάνει όλων τα μάτια να τσούξουν με τον ίδιο τρόπο όταν γύρω στις 7, 8 ή 9 το πρωί, ανοίξουν με δυσκολία τη σιδερένια πόρτα, μόνοι ή με παρέα, και χρειαστεί να πάρουν μερικές βαθιές ανάσες άκαπνου αέρα μέχρι να καταλάβουν ότι εκεί έξω έχει ήδη ξεκινήσει η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής τους. Άλλος για παυσίπονο;

gp_cn_berlin_005

Γεννήθηκα την Πτολεμαΐδα κι από μικρό παιδί πήγαινα συνέχεια σε ένα δισκάδικο. Βασικά δεν ήταν ακριβώς δισκάδικο, ηλεκτρικές συσκευές πουλούσε, αλλά είχε και μερικούς δίσκους. Ήμουν 8-10 ετών και χάζευα τα εξώφυλλα στη βιτρίνα. Έμπαινα καμιά φορά μέσα και έβαζα ν’ ακούσω κάνα δίσκο, αλλά δεν έπαιρνα τίποτα, δεν είχα μία. Κάποια στιγμή που μάζεψα πέντε φράγκα, πήγα και πήρα δυο δίσκους, ένα των Troggs κι ένα των Electric Prunes, κυρίως γιατί μ’ άρεσαν τα εξώφυλλα, ήταν χάσιμο. Ούτε πικάπ δεν είχα τότε. Στο σπίτι υπήρχε ένα γραμμόφωνο, που μας έμεινε αφού ο παππούς μου έκλεισε το καφενείο του. Είχα πάρει και δυο σινγκλάκια, των Kinks, αλλά επειδή δεν είχα πικάπ, βρήκα ένα μαγαζί που είχε jukebox και τα έβαλα. Πήγαινα και πλήρωνα για να τ’ ακούσω. Σοβαρά σου μιλάω. Λίγο αργότερα ο πατέρας μου με πήρε ένα μαγνητόφωνο ταινίας, μάρκας Philips. Κι άρχισα να γράφω ταινίες. Πήγαινα στα δισκάδικα κι έγραφα κομμάτι-κομμάτι, ψαχνόμουν, έκανα, έρανα. Άπειρες ταινίες. 

Στη Θεσσαλονίκη ήρθα όταν πήγα Ά Γυμνασίου και γρήγορα άρχισα τα ταξίδια. Από πολύ μικρός πήγαινα τα καλοκαίρια στα νησιά. Ήμασταν δυο-τρία άτομα παρέα εδώ, και το μόνο που θέλαμε ήταν να δούμε καμιά τουρίστρια. Στην αρχή πήγαμε στη Ρόδο και στην Κύμη, μετά στο Φοινικόδασος στην Κρήτη, τότε που ήταν ακόμη παρθένο το μέρος, γύρω στο 69-70-71, μέσα στη Χούντα. Ήμασταν η τριάδα από Σαλονίκη και καμιά δεκαριά ατομα από Αθήνα, που βρισκόμασταν στα νησιά κάθε χρόνο, με το που έκλειναν τα σχολεία. Εγώ αν έβλεπα ότι δεν προλάβαινα, άφηνα κιόλας μαθήματα για το Σεπτέμβριο, για να φύγω με τους άλλους. Ήμασταν καυλωμένοι μωρέ, ξέρεις τώρα, με τουρίστριες, ροκ και τα ρέστα. Είχε βγει, θυμάμαι, τότε το Uma Guma των Pink Floyd, το οποίο είχαμε γράψει σε κασσέτες και το ακούγαμε «χαμένοι». Για μερικά χρόνια ζωγράφιζα κιόλας στα νησιά, τοπία, λιμάνια και κάτι προσωπογραφίες. Όπότε έβγαζα κιόλας κάνα φράγκο. 

Και το χειμώνα, αφού μεγαλώσαμε λίγο, δεν καθόμασταν στ’ αυγά μας. Όπου μας έπαιρνε, πηγαίναμε. Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, πήγαινα συχνά προς τα εκεί. Δεν είχαμε φράγκο. Αλλά μας περίμεναν τα κορίτσια που γνωρίζαμε το καλοκαίρι. Μιλάμε για έρωτες. Έτσι τη βγάζαμε. Εκείνη την περίοδο βγήκε και το Katmandou με τη Jane Birkin και φαγωθήκαμε να πάμε στην Ινδία. Ήταν η εποχή μωρέ τέτοια. Ήθελες να κάνεις ταξίδια, αν με καταλαβαίνεις. Έχω πάει σε πολλά μέρη στη ζωή μου, από Ευρώπη μέχρι Αμερική και Ινδία. Πέρασα κι από Αφγανιστάν, Καμπούλ και τέτοια. Ήμουν δεν ήμουν 19 χρονών. Ακόμη πάω Ανατολή, Βιετνάμ, Ταϋλάνδη και τέτοια. 

Πίσω στη Θεσσαλονίκη, μπορεί η πόλη να μας φαινόταν και να ήταν συντηρητική, αλλά επειδή αυτά που συζητούσαμε και κάναμε εμείς δεν τα ήξερε κανένας, δεν μας ενοχλούσαν και πολύ. Ούτε καν οι μπάτσοι. Κάτι ψιλοτραβήγματα μια στο τόσο.

Οι παρέες μας ήταν όλο με μουσικούς. Ο Σιδηρόπουλος, ας πούμε, ερχόταν συνέχεια και κοιμόταν στο σπίτι μου. Πριν καν γίνει τραγουδιστής, τότε που έτρεχε πίσω από τον Παπαντίνα, με τον οποίο έκανα παρέα τότε. Με τον Θόδωρο τον Παπαντίνα και μερικούς ακόμη, κατεβαίναμε κιόλας στην Αθήνα και ήμασταν λίγο οι μάγκες. Επειδή όμως είχα σπίτι στη Θεσσαλονίκη, όλοι είχαν κλειδιά και μπαινόβγαιναν, δεν ήξερα τι γινόταν εκεί μέσα, στα 70s και τα 80s.

Το 1978, πριν γίνει ο μεγάλος σεισμός, πήγα στη Μύκονο. Είχα κάτι φραγκάκια από τους πίνακες που πουλούσα, και άραξα λίγο. Ήταν πιο φευγάτη φάση από τα υπόλοιπα νησιά. Πιο «νεοϋορκέζικη». Με κάτι φιλαράκια εκεί πέρα βρήκαμε για πλάκα ένα χώρο και είπαμε να το κάνουμε μπαρ. Μου στείλανε και κάτι κασσετόφωνα με το καράβι από τη Θεσσαλονίκη, στήσαμε το μαγαζί, το κράτησα ένα χρόνο και τον επόμενο το πούλησα. 

Τον χειμώνα έφυγα για Γερμανία – γενικά είχα τάσεις φυγής, χειμώνα-καλοκαίρι. Είχαμε και μια ξενομανία τότε, θέλαμε να πάμε έξω, να δούμε πράγματα. Δεν ήταν εύκολο. Με τρένα πηγαίναμε. Τότε δηλαδή για να περάσεις τη Γιουγκοσλαβία, ήθελες 20 ώρες με το τρένο, ελέγχους, ταλαιπωρία, τι να σου λέω. Ευτυχώς εκείνη τη χρονιά πέτυχα εδώ κάτι Γερμανούς πιτσιρικάδες που είχαν αμάξι, πήρα στα γρήγορα το διαβατήριό μου, και φύγαμε για Μόναχο. Εκεί με φιλοξένησε ένας τύπος που κάποια στιγμή έφυγε για Ουγγαρία, αφήνοντάς με μόνο στο σπίτι του. Μετά από μια βδομάδα, πήρα τηλέφωνο ένα ξάδερφο που είχα στο Αμβούργο. «Έλα» με λέει, «κάνω μαγαζί». Έφυγα την ίδια ακριβώς στιγμή. Μέχρι και πράγματα ξέχασα στο σπίτι, πως να σου πω. Τέλος πάντων, πήγα στο Μίνστερ, έξω από το Αμβούργο, και κάναμε το κλαμπ. Τότε οι εταιρίες μπύρας σου επιδοτούσαν το μαγαζί, αρκεί να έπαιρνες από αυτές 20 χρόνια μπύρα, ξέρω γω. Τελικά το κλαμπ είχε μεγάλη επιτυχία, ερχόταν κόσμος κι από Ολλανδία, χαμός γινόταν. Εγώ είχα ψώνιο και με τις μπάντες, κάναμε και κάτι λάιβ, ωραία ήταν. Παρά δίπλα υπήρχε κι ένα άλλο ξακουστό κλαμπ, σε μια φάρμα, δε θυμάμαι πως το λέγανε, πάντως εκεί είδα τον Alexis Korner, τον John Mayall και ξαφνικά τους Dead Kennedys. Έπαθα την πλάκα μου. Όπως και με τους Suicide στο Ντίσελντορφ. Κάποια στιγμή όμως μπλέχτηκαν τα πράγματα. Το μαγαζί αναγκαστικά ήταν στο όνομα μιας γκόμενας του ξαδέρφου μου, που ήταν Γερμανίδα. Ώσπου μας ανακάλυψαν ότι ήμασταν ψιλοπαράνομοι και μας δώσανε διορία 3 μέρες να φύγουμε από τη Γερμανία. Οπότε γύρισα στη Θεσσαλονίκη, με το σκεπτικό να επιστρέψω αργότερα. Είχα όμως πέντε-δέκα μάρκα μαζεμένα και βρήκα τυχαία το Berlin, γιατί εδώ γύρω είχα ένα σπίτι που το κρατούσα και όσο έλειπα το έδινα σε κάνα φίλο μου για να πληρώνει τα έξοδα. 

gp_cn_berlin_001

Μια χούφτα μπαράκια είχε τότε η Θεσσαλονίκη. Ήταν η Σελήνη, ο Δον Κιχώτης, ένα στο Ναβαρίνο που δε θυμάμαι. Τυχαία είδα το μαγαζί, ούτε ήμουνα σίγουρος ότι ήθελα να ανοίξω μπαρ εδώ πέρα, αλλά μου είπε ο ιδιοκτήτης ότι ενδιαφερόταν κι ένας άλλος. Ξέρεις, όταν μου λένε έτσι, κοντράρομαι. Σαν να μου λένε ότι ένα δίσκο τον θέλει και κάποιος άλλος. Ε, θα τρελαθώ, δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Κάπως έτσι έγινε, τέλος πάντων. 

Παίρνω το μαγαζί τέλη 1979 με τα λεφτά που είχα από τη Γερμανία, καμιά κατοσταριά χιλιάδες δραχμές. Σκεφτόμουν, λοιπόν, πως να το κάνω. Τα μπαράκια τότε εδώ πέρα ήταν όλα καθιστά, τραπεζάκια και τέτοια, ψιλοσοφιστικέ, άντε πες η Σελήνη έκανε και κανα λάιβ. Τότε μ’ άρεζε πολύ το νεοϋορκέζικο στιλ, Velvet Underground και τέτοια, είχε αρχίσει κιόλας και το πανκ στην Αγγλία, άκουγα Jam, Clash και άλλα, θυμόμουν και κάτι ωραία μπαράκια στο Άμστερνταμ που ήταν όλοι όρθιοι, οπότε αποφάσισα να το κάνω όρθιο. Το Berlin ήταν το πρώτο όρθιο μαγαζί στην Ελλάδα. Μετά από μένα έκαναν κάτω στην Αθήνα, στο Παγκράτι, το Bright Shoe. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία. Και το όνομα το πήρα από το Berlin του Lou Reed που μ’ άρεζε πολύ εκείνη την περίοδο, μέχρι και σε ταξίδια κουβαλούσα μαζί μου το βινύλιο.

Από την αρχή δε γούσταρα να παίζω χίπικες μουσικές, flower power κι ιστορίες. Όχι ότι δε μ’ άρεζαν, καλά ήταν. Αλλά ήμουνα στη φάση Stooges, Television και τέτοια.

Αμέσως έγινε χαμός. Η οικοδομή απέναντι δεν υπήρχε τότε, μια αλάνα ήταν, και γέμιζε με κόσμο που δε χωρούσε μέσα στο μαγαζί. Τα τρία πρώτα χρόνια έπαιζα χωρίς αντίπαλο. Μετά άνοιξαν μερικά ακόμη μπαράκια, κι εδώ το γυρίσαμε σε new wave. Πήγαινα κιόλας συνέχεια Αγγλία για να βλέπω λάιβ, να παίρνω ιδέες. Ένα φεγγάρι, γύρω στο 83, είχα κάνει και μια κατασκευή με 4 τηλεοράσεις, για να δείχνω βίντεο, κάπως σαν μιξαρισμένα το ένα με το άλλο, κάτι Residents και τέτοια. Είχε πάθει πλάκα ο κόσμος.

Δεν το περίμενα, πάντως, ότι θα γινόταν αμέσως τέτοια ιστορία. Γιατί ήταν νέα φάση εντελώς. Τις πρώτες μέρες θυμάμαι που έμπαιναν μερικοί κι έλεγαν «ρε παιδιά δεν έχει τραπέζια, δεν έχει ανοίξει ακόμη». Ώσπου άρχισα να μαζεύω όλους τους αλκοολικούς της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.

Τα πρώτα χρόνια του Berlin πέσανε πάνω και σε μια αλλαγή στη rock σκηνή της πόλης. Είχαν αρχίσει να το γυρίζουν προς το new wave, άφηναν πίσω τους το παλιό rock. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι από την παλιά φουρνιά που έπαιζαν τα πάντα, σαν τον Παπαντίνα, που είναι διαχρονικός. Μεγάλωσε στην Αμερική, οπότε ό,τι και να έπαιζε, έβγαζε feeling. Εδώ για μένα το εγχώριο rock ήταν κάτι άλλο, ήταν ελληνικό είδος ρε παιδί μου. Ακόμη κι ο Σιδηρόπουλος που έβγαλε κανα δυο γαμάτους δίσκους ή ο Πουλικάκος, έβγαζαν πάντα κάτι ελληνικό, δεν μπορούσαν να ακουστούν όπως οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι. Ο Παπαντίνας ήταν Αμερικάνος, ρε πούστη μου. Ορίτζιναλ. 

H ουσία του Berlin παραμένει η ίδια. Ότι θα μπεις στις 8 το πρωί, θα ‘ναι τίγκα στον κόσμο, μπορεί να παίζει Dead Kennedys και το αμέσως επόμενο τραγούδι θα είναι Coltrane ή Zappa. Το μαγαζί φτιάχνει τη μουσική, όχι η μουσική το μαγαζί. 

Κάναμε και κάτι λαϊβάκια μια στο τόσο. Τότε, στις αρχές, είχαν έρθει και οι Last Drive, νομίζω ήταν η πρώτη τους συναυλία στη Θεσσαλονίκη. Οι Yell-O-Yell είχαν δώσει τις καλύτερες τους συναυλίες στο Berlin. Και οι Villa 21. Οι Τρύπες ξέρω γω – ο Αγγελάκας δούλευε κιόλας DJ τρία χρόνια εδώ ενώ πιο πριν τον είχα μπάρμαν ένα φεγγάρι – οι South of No North, οι Stained Veil, ήταν να παίξουν και οι Χωρίς Περιδέραιο, αλλά πήγανε τελικά σε ένα υπόγειο στην Ανθέων. 

Έβαζα τους πάντες να δουλεύουν στο μαγαζί, straight, gay, οτιδήποτε, δε μ’ ένοιαζε. Κι αν είχε από την αρχή ένα underground στιλ το Berlin, έγινε εντελώς φυσικά, τίποτα δεν ήταν σχεδιασμένο. Μπορεί να έβαζα και μια κομμώτρια στο μπαρ. Έτσι ήμουν. Κι έτσι είμαι ακόμη.

Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Θόδωρου Παπαδόπουλου.

Αυτά που έχουν γίνει εδώ μέσα 36 χρόνια, ούτε να τα φανταστείς δε μπορείς. Δε γράφονται όσα έχω δει. Σε ένα βράδυ τα ‘βλεπες όλα. Δηλαδή όσο περνούσε η ώρα το μαγαζί γινόταν τόσο διαφορετικό. Κάτι πάθαινε ρε παιδί μου ο κόσμος εδώ μέσα. Άκουγαν εδώ ένα κομμάτι Stooges και ήθελαν να σπάσουν το μπαρ. Το άκουγαν σε ένα άλλο μαγαζί και απλά κουνιόντουσαν. 

Μόνο τα χαρτιά να σου δείξω, πόσες φορές μου έχουν σφραγίσει το μαγαζί, από μπάχαλα, διατάραξη κοινής ησυχίας και τέτοια, είναι ένα μπαούλο ολόκληρο. Το τι τρέξιμο έχω ρίξει με δικηγόρους, αυτόφωρα, δικαστήρια…τι να σου λέω. Άσε τις «επιχειρήσης αρετής». Έχω φωτογραφίες τις κλούβες, τους μπάτσους που τη στήνανε εδώ και τους μαζεύανε όλους. Της πουτάνας. 

Δυο φορές είχε έρθει ο Ian McCullouch, και τις δύο σκοτώθηκε στο ξύλο. Ερχόταν η αστυνομία κι ο μαλάκας έτρεχε στην παραλία. Και οι dEUS έκαναν φασαρία. Οι Einstürzende Neubauten την πρώτη φορά που ήρθαν, πετούσαν σκαμπό στον αέρα. Κάτι τους έβγαινε μέσα στο μαγαζί, δεν ξέρω. Είχε μια ενέργεια και τους σάλευε. Οι μόνοι που δυσαρεστήθηκαν γιατί ακουγόταν πολύ δυνατά η μουσική -και τους έστειλα σε άλλο μαγαζί- ήταν οι Tindersticks. Γενικά όλες οι μπάντες που έπαιζαν στη Θεσσαλονίκη έρχονταν στο Berlin. Οι πάντες έχουν περάσει από δω. Οι Nomads, οι Savage Republic, ο Marc Almond, οι Ramones, ο Ice-T, οι Ex, οι Chills, ποιον να πρωτοθυμηθώ.

Έβαζα τους πάντες να δουλεύουν στο μαγαζί, straight, gay, οτιδήποτε, δε μ’ ένοιαζε. Κι αν είχε από την αρχή ένα underground στιλ το Berlin, έγινε εντελώς φυσικά, τίποτα δεν ήταν σχεδιασμένο. 

Τρομερό ήταν και το πάρτι που κάναμε όταν είχαν έρθει οι Cramps. Μέχρι και τούρτα τους ετοιμάσαμε που έγραφε Cramps. Έμπηγε τα δάχτυλά του ο Lux Interior μέσα στην τούρτα κι έτσι όπως κουνιόταν με τις γόβες, έδινε να του τα γλείφουν οι γκόμενες.

Τη χρονιά που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τίμησε τον Wim Wenders, μερικοί δημοσιογράφοι τον έφεραν εδώ. Γιατί έχω μέσα την αφίσα από τα Φτερά του Έρωτα, από τότε που είχε βγει η ταινία. Ήρθε νωρίς, βέβαια, δεν είχαμε ακόμη κόσμο, ήπιε το ποτό του, βγήκε μια φωτογραφία μπροστά στην αφίσα, μου έδωσε συγχαρητήρια κι έφυγε. 

Άσχετο, αλλά έχεις ακούσει για τη φάση Clash On the Boat; Κι εγώ την πάτησα! Ξεκινάει ξαφνικά μια φήμη ότι οι Clash θα παίξουν στο θερμαϊκό, εν πλω. Βγήκαν και αφίσες! Μέχρι και περίπτερο έστησαν στην Αριστοτέλους. Πήγα και πήρα δύο εισιτήρια. Και φυσικά δεν έγινε ποτέ η συναυλία. Μέχρι σήμερα δεν έχω ανακαλύψει ποιος το έστησε όλο αυτό. Πάντως συναυλία σαν των Birthday Party στο Σπόρτινγκ δεν έχω ξαναδεί. Ήταν hardcore τελείως, γινόταν ο χαμός εκεί μέσα. 

Στο Berlin από την αρχή θα έβλεπες από φρικιά μέχρι κυριλέ γκόμενες και από ένα σακατεμένο απ’ το Βαρδάρη μέχρι γκοθάδες. Έτσι ήθελα να είναι. Αυτό είναι για μένα rock. Και στο Berlin κανείς δεν παρεξηγείται με τη διαφορετικότητα των άλλων. 

gp_cn_berlin_004

Από την αρχή, αν και υπήρχε ωράριο, κλείναμε δηλαδή κατά τις 3, υπήρχε η τάση ο κόσμος να έρχεται αργά. Όταν έγινε η ιστορία με τον Παπαθεμελή, είπα δε γαμιέται, θα το κρατάω ανοιχτό, κι ας τραβιόμαστε στα αυτόφωρα. Έτσι κι αλλιώς αργά γινόταν η φάση η ωραία. Δηλαδή τι να έπρεπε να κάνω, να τους αφήσω να μας κόψουν πάνω στο καλύτερο;

Ξέρεις πόσοι έχουν κοιμηθεί εδώ μέσα; Όταν μαθεύτηκε κιόλας ότι το τραβάμε μέχρι αργά, έρχονταν πολλοί για να βγάλουν το βράδυ. Έπιναν ένα ποτό, έπαιρναν κι έναν ύπνο.

Ευτυχώς που δεν μπορούν να μιλήσουν οι τουαλέτες για όσα έχουν δει…

Μια φορά στήσαμε κι ένα μίνι φεστιβαλάκι στη Νεάπολη και φέραμε τους Seeds. Ο Sky Saxon ο συγχωρεμένος, γνώρισε λοιπόν μια σερβιτόρα στο Berlin κι έμεινε εδώ, ακύρωσε την υπόλοιπη περιοδεία. Εκείνες τις μέρες έπαιζαν τυχαία οι Mushrooms στα πανεπιστήμια, κάποιος τον πήγε εκεί και τραγούδησε μαζί τους. Φαντάσου να έχει κάποιος αυτό το bootleg.

Μου το χουν πει κι άλλοι ότι το Berlin είναι και καλά σαν το «CBGB της Θεσσαλονίκης». Ξέρω γω; Ωραίο μαγαζί το CBGB πάντως. Πήγαινα κάτι καλοκαίρια. Το μόνο που δεν πρόλαβα στη Νέα Υόρκη ήταν το Max’s Kansas City. Ήμουν όμως στα εγκαίνια του Knitting Factory, στη Houston Street. Εκεί είδα όλες τις μπάντες της SST Records. Και μετά την έπεφτα στα δισκάδικα στη Bleecker και στη Macdougal. 

Θα ‘ναι καμια εβδομηνταριά-ογδονταριά χιλιάδες οι δίσκοι μου, σπάνιοι όλοι. Τι να σου λέω, άρρωστη φάση. Γάμησέ τα. Μερικές φορές δεν μπορώ να το πιστέψω κι εγώ ο ίδιος. Και δεν είναι η ποσότητα. Είναι το τι έχω. Μέχρι και σε κάτι φρικιά μέσα στην έρημο έχω πάει, για να βρω σπάνια κομμάτια. Τι θα τα κάνω όλα αυτά δεν ξέρω. Είναι ένα πρόβλημα.

Έχω ένα ολόκληρο μπαούλο γεμάτο με γράμματα από δισκοπώλες του εξωτερικού. Παλιά έτσι επικοινωνούσαμε, έστελνες γράμμα με τα φράγκα, σου έστελναν πίσω τους δίσκους. Κάθε τρεις και λίγο μου φερνε ο ταχυδρόμος φακέλους με πράμα. Δεν ήταν μόνο οι δίσκοι το ζητούμενο, αλλά και η επαφή. Και μόνο που μπαίναμε στη διαδικασία να γράψουμε 5-10 αράδες στον άλλο, κάτι σήμαινε. Επικοινωνία, ρε παιδί μου.

Ένα μικρό, πολύ μικρό κομμάτι της ξακουστής δισκοθήκης του «Mr Berlin»

Ένα μικρό, πολύ μικρό κομμάτι της ξακουστής δισκοθήκης του «Mr Berlin»

Δεν με φτάνει ούτε για πλάκα η υπόλοιπη ζωή μου για να ακούσω ούτε τα μισά από αυτά που έχω. Αλλά μ’ αρέσει να τα βλέπω. Ούτε τα έχω απόλυτα ταξινομημένα. Αν μου άρεσε η τάξη, δεν θα είχα το Berlin.

Δεν είναι ότι αφού απέκτησε φήμη το Berlin, έγινε πιο κυριλέ. Αυτό και να ήθελα δεν θα μπορούσα να το κάνω, και μόνο που το σκέφτομαι, γελάω. Αλλά όπως και να το κάνουμε, τα 80s ήταν η πιο γαμάτη φάση, αν και όχι οικονομικά, γιατί δεν ξέραμε τι μας γινόταν, ό,τι βγάζαμε το εξαφανίζαμε. Ευτυχώς, αν και περνάνε τα χρόνια, η ουσία του Berlin παραμένει η ίδια. Ότι θα μπεις στις 8 το πρωί, θα ‘ναι τίγκα στον κόσμο, μπορεί να παίζει Dead Kennedys και το αμέσως επόμενο τραγούδι θα είναι Coltrane ή Zappa. Το μαγαζί φτιάχνει τη μουσική, όχι η μουσική το μαγαζί. 

Το Berlin είναι αυτό που είναι. Και δεν έχει αλλάξει από την πρώτη μέρα. Άσε που και το μπαρ είναι στο ίδιο σημείο από την αρχή, το ίδιο και οι τουαλέτες, όλα τα βασικά πράγματα δεν είναι αλλαγμένα. Τα χρώματα αλλάζω απλώς κάθε χρόνο. Και το κάνω μόνος μου, παίζω, μη φανταστείς. Είναι σαν ιεροτελεστία για μένα.

Κάθε βράδυ εδώ και 5 χρόνια έρχεται η κυρία Ντίνα, γύρω στις 5 το πρωί, και φεύγει στο τέλος, αυτή κλείνει το μαγαζί. Μία κανονική νοικοκυρά, που δεν την πιάνει το μάτι σου. Και σήμερα το πρωί, αυτή έφυγε τελευταία. Βλέπεις δηλαδή και τέτοιους ανθρώπους στο Berlin ή και γιατρούς, καθηγητές πανεπιστημίου, δίπλα στους τρελαμένους πιτσιρικάδες. Το Berlin είναι οι αντιθέσεις του. Το Berlin είναι τα πάντα. 

gp_cn_berlin_003

Για 5-6 χρόνια είχα ένα πορτιέρη που απήγγειλε ποιήματα, και που μετά άρχισε να ζει σαν Διογένης, έξω από το μαγαζί. Τώρα έχω έναν που για πολλά χρόνια ήταν σε μια ιεραποστολή στη Μαδαγασκάρη και μιλάει σε όλους τόσο πολύ, που καμιά φορά του λέω «ρε μαλάκα σκάσε λίγο, στο τέλος ο κόσμος θα πηγαίνει από το απέναντι πεζοδρόμιο». Ε, ποιους να πάρω; Αυτούς που «πρέπει»; 

Κάποτε πήγαινα κι έτρωγα σ’ ένα ψιλοκυριλέ ρεστοράν και γνώρισα τυχαία έναν τεράστιο, χοντρό τύπο που είχε ψώνιο με τον Καβάφη. Του λέω μια μέρα «αφού έχεις τέτοια τρέλα, θα σε βάλω στο μαγαζί, θα κλείσω ξαφνικά τη μουσική και θ’ αρχίσεις να απαγγέλεις». Κι εκεί που ένα βράδυ είμαστε πίτα στον κόσμο, κάνω νόημα στον DJ, κλείνει τα πάντα κι ο τύπος ανεβαίνει με λευκό πουκάμισο και τιράντες πάνω στο μπαρ, κι αρχίζει να απαγγέλει Καβάφη για κάνα τέταρτο. Κουφάθηκαν όλοι. Μου λέει ένας φίλος «ρε μαλάκα θα τον λιντσάρουν» – κάποιοι του πετούσαν μπύρες και τέτοια. Όταν τελικά κατέβηκε, μου λέει ο τύπος «όλα καλά, αυτά έχουν τα performances». 

Πολλά χρόνια, πολύ κόσμο είδαμε, αλλά και πάρα πολύ «χάσαμε». Ας μην το ανοίξουμε αυτό το κεφάλαιο μωρέ. Έτσι είναι η ζωή.

Όλα δεν μπορείς να τα κάνεις σε αυτή τη ζωή. Αλλά τουλάχιστον δεν έκανα και λίγα.

Η ζωή μου πάντα έτσι ήταν. Τουλάχιστον από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ό,τι μου άρεσε έκανα. Και το μαγαζί για μένα το έκανα. Τώρα, άμα πήγε, πήγε, με κατάλαβες; 


Berlin, Χρυσοστόμου Σμύρνης 10, Θεσσαλονίκη. Και στο facebook.