belgica

Belgica (3,5/5)

Μουσικό δράμα βραβευμένο για Καλύτερη Σκηνοθεσία στο Sundance, σε σκηνοθεσία Felix van Groeningen και σενάριο του ιδίου και του Arne Sierens, με τους  Stef Aerts, Tom Vermeir, Sara De Bosschere, κ.ά., διάρκειας 127 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Seven Films

Δυο αποξενωμένα αδέρφια επανενώνονται όταν ο μεγαλύτερος επισκέπτεται τον μικρό, που έχει ανοίξει δικό του μπαρ στην πόλη. Οι  δυο τους συνεταιρίζονται και κάνουν πράγματα μαγικά, η νύχτα όμως είναι μάγισσα, και τα καμώματά της τα βλέπει ο ήλιος και φρικάρει.

Όταν μια ταινία ξεκινά ανακοινώνοντας πως όσα θα ακολουθήσουν είναι εντελώς φανταστικά, δεν χρειάζεται να ‘ναι και πολύ καχύποπτος ο νους σου για να αρχίσει να τραβάει συνδέσεις, στην προκειμένη όμως περίπτωση, δεν θέλει δα και τόση φαντασία: φτάνει η καταγωγή του σκηνοθέτη, μαζί με αυτήν των (χωριανών του) Soulwax, που επιμελούνται το εκρηκτικό soundtrack, για να σε ψυλλιάσουν πως ετούτο εδώ το διαλυμένο μπαρ που μετατρέπεται σε Μέκκα του βελγικού clubbing, δεν είναι παρά κινηματογραφικός αντικατοπτρισμός του θρυλικού Charlatan Bar στο Ghent του Βελγίου. Αυτό το μικρό trivia δεν προσθέτει βέβαια τίποτε άλλο στην ταινία, πέρα απ’ το να ενεργοποιήσει αυτήν την ηδονοβλεπτική φαγούρα του μικρού ντετέκτιβ μέσα σου, άντε και να σε κάνει να ξανασκεφτείς το στερεότυπο για τους ξενέρωτους τους Φλαμανδούς, έχει όμως την αξία του, ακόμα κι αν δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε κάποια αληθινή ιστορία του εντελώς αληθινού μπαρ.

Με ροκ-εν-ρολ ενέργεια αντίστοιχη του Fatih Akin στα πιο φορτσάτα του, μαζί μ’ αυτήν τη βάρβαρη αναρχία που είναι τυπική στους Φλαμανδούς των indie, αλλά και τους Soulwax να επιμελούνται ένα soundtrack που ανατινάζει τα καρέ, ο (υποψήφιος για Όσκαρ Ξενόγλωσσης με το The Broken Circle Breakdown / Ραγισμένα Όνειρα) Felix van Groeningen, στήνει σβέλτα αλλά μεθοδικά ένα διονυσιακό, ηδονιστικό τοπίο, το οποίο θα λειτουργήσει ως γόνιμο έδαφος για να πετάξει μίσχους το μπρομάντσο των δυο αποξενωμένων αδερφών που έχει για πρωταγωνιστικό του δίπολο. Αφηγούμενος μια ιστορία παλιά όσο κι η Ιστορία, έχει στην πορεία του διάφορες στοίβες από κλισέ να προσπεράσει (γιατί πόση πρωτοτυπία να βρεις πια, σε ένα στόρι ανόδου, κατακρεμνισμού κι ανάκαμψης) η δροσιά και η ορμή με την οποία τα ποτίζει όλα αυτά όμως ο Groeningen, εξασφαλίζουν στην αφήγηση ροπή αρκετή ώστε να ξεπεράσει τους σκοπέλους ανέγγιχτη, ενώ ωφελείται τα μέγιστα από τις πολύτιμες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών του.

Με το μειλίχιο και μετρημένο βλέμμα του Stef Aerts στο ρόλο του μικρού Jo, να παρέχει την ορθολογιστική και καχύποπτη οπτική του θεατή σ’ έναν κόσμο γεμάτο πολύχρωμες ηδονές και απολαύσεις, το ρόλο του κακού παιδιού που όλοι θα θέλανε να γίνουν, αποδίδει με πολυεπίπεδο ρεαλισμό και γοητευτική επιβλητικότητα ο Tom Vermeir, περιορισμένης τηλεοπτικής προϋπηρεσίας ηθοποιός (και κυριότερα frontman της βελγικής μπάντας A Brand), που βουτάει με ασυγκράτητη βουλιμία σ’ όλα όσα έχει η κορυφή της νύχτας να προσφέρει. Σαν το ντουέτο των αδερφών που έχτισαν και γκρέμισαν τη Ρώμη, οι δυο τους οδηγούν το club του τίτλου ως τους ουρανούς, όμως η νύχτα είναι μάγισσα, κι όποιον δεν την ξέρει τον καταπίνει.

Τα πιο καλοστημένα σχέδια των ποντικών και των ανθρώπων πάνε εξ ορισμού κατά διαόλου με άλλα λόγια, για να παραφράσουμε λίγο και τον Richard Burns, απ’ την άλλη όμως, ένα κινηματογραφικό πάρτι σαν κι αυτό που στήνει ο Groeningen, με το σπιντάτο μοντάζ, την αγέρωχη κάμερα, κι ένα soundtrack που θες να πας να το βρεις με το που βγεις από την αίθουσα, το μόνο που μπορεί να το επικυρώσει είναι το αναπόφευκτο come-down στο τέλος του.


julieta2x

Julieta (3/5)

Δράμα υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Pedro Almodovar (απ’ τα διηγήματα της Alice Munro), με τους Adriana Ugarte, Emma Suarez, Daniel Grao, Inma Cuesta, διάρκειας 99 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Odeon

Έτοιμη να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη με τον εραστή της, η ηρωίδα του τίτλου συναντά παιδική φίλη της για χρόνια αποξενωμένης κόρης της, και τα νέα που της φέρνει την σπρώχνουν στην απομόνωση και την μανιακή καταγραφή των αναμνήσεών της: αναμνήσεων έρωτα, προδοσίας, αγάπης, προδοσίας, εγκατάλειψης, προδοσίας, και κατάθλιψης.

Επαρκής δραματικούρα με ψυχολογικά αρώματα και μπόλικες τάσεις προς το μελό, ετούτη η νέα καταβύθιση του μαέστρου της γυναικείας κινηματογραφικής φιγούρας στην ψυχολογία τσακισμένων ηρωίδων, μπορεί να μην αντέχει τη σύγκριση με κορυφαίες στιγμές του Ισπανού, είναι όμως μια κάποια ευπρόσδεκτη επιστροφή σε μια κάποια αφηγηματική φόρμα. Ξεχωρίζει μεν χάρη στην χαρακτηριστική άνεση με την οποία ο Almodovar συνθέτει εικόνες που μαγνητίζουν με τη συμμετρία και τη χρωματική παλέτα τους –παλέτα που σε στιγμές ζωντανεύει σα χαρακτήρας της ταινίας από μόνη της-, αποκαρδιώνει όμως με την ασυνήθιστη ατολμία που επιδεικνύει ο σκηνοθέτης στα πατήματά του, έτσι που περιορίζεται στο (πηχτό κι αριστοτεχνικό) σασπένς που χτίζει η ίντριγκα του σεναρίου του, για να καμουφλάρει πίσω απ’ το μυστήριο την ανεπάρκεια της ιστορίας του στην εξερεύνηση των βαθύτερων επιπέδων πίσω απ’ τις ψυχολογικές εμπλοκές των ηρωίδων του. Ολότελα μεθυστική η αφήγησή του, επιχειρεί να σκιαγραφήσει διάφορες εκφάνσεις της κατάθλιψης και της απόγνωσης που προκαλούν οι διάφορες μορφές προδοσίας που υφίστανται οι δύο ηρωίδες του (μια μάνα που μεγάλωσε με χίλια ζόρια μια κόρη που την εγκατέλειψε με χίλια βρισίδια), παρά την στοιχειωτική δριμύτητα στην απεικόνισή της όμως, η ταινία απογοητεύει με την καρτποσταλική της επιφανειακότητα, και παραμένει αναποφάσιστη και σπασμωδική, αρχίζοντας τα πισωπατήματα κάθε φορά που πάει ν’ αρπάξει την ταμπακέρα. Μια αλλόκοτη σύνδεση των (καθολικού τύπου) ενοχικών συμπλεγμάτων στα οποία τυλίγει την ηρωίδα του, με την κατάθλιψη που έρχεται αργότερα και την καταπίνει, παραμένει παντελώς ανεξερεύνητη, ενώ κάτι αχρείαστα φαλτσαρίσματα στο άνοιγμα της ταινίας, με αταίριαστα ερασιτεχνικές ερμηνείες και παιδιάστικα ψηφιακά εφέ, προδιαθέτουν αρκετά νωρίς για το άνισο του κινηματογραφικού συνόλου, το οποίο παραμένει βέβαια πλήρες σκηνοθετικής προσωπικότητας και δημιουργικής φινέτσας, αλλά και λειψό στο βάθος που απαιτεί κανείς, από δημιουργό του διαμετρήματος ενός Almodovar. Ή του Almodovar που ξέραμε, εν πάση περιπτώσει.


frantz-venice

Frantz (2/5)

Ερωτικό δράμα εποχής υποψήφιο για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, σε σενάριο και σκηνοθεσία Francois Ozon, με τους Pierre Niney, Paula Beer, Ernst Stotzner και Marie Grubber, διάρκειας 113 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Feelgood Entertainment

Στην επαύριο του Α’ ΠΠ, πενθούσα Γερμανίδα συναντά στον τάφο του αρραβωνιαστικού της έναν άγνωστο Γάλλο, που παρότι κόκκινο πανί για όλην την τοπική κοινωνία, αποδεικνύεται παυσίλυπος για την πενθούσα οικογένεια, χάρη στην μυστηριώδη σχέση του με τον πεσόντα.

Υπάρχουν κάποια κορίτσια (ίσως κι αγόρια) εκεί έξω, που θέλουν τις ερωτικές ιστορίες τους να μοιάζουν παλιές και θλιμμένες σα μεταπολεμικές γκραβούρες, γεμάτες δράμα και πόνο σαν τον πόλεμο του έρωτα, ασπρόμαυρες σαν τα διλήμματα της φλογερής καρδιάς, αλλά κατακόκκινες σαν τη φωτιά, στην ένταση των συναισθημάτων τους που ξεχειλίζουν από την οθόνη. Αν ξέρετε κανένα τέτοιο, δείξτε του πως νοιάζεστε και πάρτε το να δει και να φχαριστηθεί τη νέα ταινία του Francois Ozon, που αν ήτανε στα συγκαλά του, τέτοια ρεσιτάλ αφηγηματικής μονοτονίας και χιλιοφορεμένης σκηνοθετικής ευρεσιτεχνίας (οι εικόνες γίνονται έγχρωμες όταν οι ήρωες είναι ευτυχισμένοι, τι πρωτότυπο!), δεν θα τα έκανε ούτε με πιστόλι στον κρόταφο. Επειδή όμως το πάλαι ποτέ enfant terrible του γαλλικού σινεμά (8 Femmes / 8 Γυναίκες, Swimming Pool / Πισίνα, 5×2) έχει χρόνια να φανεί στα συγκαλά του, εδώ τουλάχιστον συμμαζεύει την τρέλα (κι αυτήν την τόσο κουραστικά φυτεμένη σεξουαλική ρευστότητα) που είχε εκτροχιάσει πρόσφατες εξτραβαγκάντσες τύπου Angel και Une Nouvelle Amie / Η Καινούρια Φιλενάδα, και την τιθασεύει στην υπηρεσία μιας αυστηρά ακαδημαϊκής, εξαιρετικά φινιρισμένης, αλλά εντελώς ξεθυμασμένης ταινίας εποχής, που συνίσταται μόνο σε χαμηλών απαιτήσεων φετιχιστές του είδους, συνδυασμός οξύμωρος από μόνος του, αλλά όχι και τόσο σπάνιος όσο μπορεί να ακούγεται.


home3

Coming Home / Η Μεγάλη Επιστροφή (1,5/5)

Ιστορικό δράμα σε σκηνοθεσία Zhang Yimou και σενάριο Zhou Jingzhi (απ’ το βιβλίο του Yan Geling), με τους Gong Li, Chen Daoming και Zhang Huiwen, διάρκειας 109 λεπτών, παραγωγής 2014 σε διανομή της Strada Films

Εχθρός της Επανάστασης του Μάο προσπαθεί να δει την οικογένειά του στα κλεφτά, όμως η κόρη του τον καταδίδει για να εξασφαλίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μπαλέτο του σχολείου, προκαλώντας την μήνη και την ψυχογενή αμνησία της μάνας της, που αρνείται να αναγνωρίσει τον πατέρα της όταν επιστρέφει μετά την Επανάσταση.

Επιδεικνύοντας πολιτικό δαλτονισμό και προσπαθώντας να χώσει κάτω απ’ το χαλί όσο πιο γρήγορα μπορεί τη σύνδεση του δράματός του με τα κατάλοιπα της Κόκκινης Επανάστασης (όχι εκ πεποιθήσεως, αλλά προκειμένου να καταφέρει να βγάλει την ταινία του στις αίθουσες βασικά, γιατί αλλιώς θα απέφευγε τελείως την αναφορά), ο Zhang Yimou σκηνοθετεί με σαδιστική επιμονή ένα εξαντλητικής διάρκειας δράμα τριών πράξεων, που θα μπορούσε να φορτιστεί με δεύτερη ανάγνωση, ως κατηγορία κατά της κινεζικής κοινωνίας που αρνείται να δει τα δεινά του παρελθόντος της παρ’ ότι είναι ακριβώς μπροστά στα μυωπικά της μάτια, όμως η πομπώδης ψυχορραγία της ερωτικής του ιστορίας προκαλεί τέτοια ασφυξία, που όχι βαθύτερα επίπεδα δεν σε αφήνει να δεις, αλλά ούτε κι οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ την κοντινότερη έξοδο. Η επαναληπτικότητα της πλοκής, μαζί με την ερμηνευτική ανεπάρκεια της Gong Li στον καραβασικότερο δραματικό πυρήνα της ταινίας, δεν βοηθούν καθόλου την ταινία να βρει τις ισορροπίες που χρειάζεται μπας και προσφέρει καμιά ανάσα στον θεατή, που μένει στο τέλος να εκτιμά (πέρα απ’ την συμβατική μεν, πιστή και πλούσια αναπαράσταση της εποχής δε) την εύπλαστη ευαισθησία του Chen Daoming στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μονάχα για την επιμονή του να κρατά ψηλά τον ερμηνευτικό πήχη της παρέας, αλλά να ερμηνεύει καν, μέσα σ’ ένα τόσο ξύλινο και μονοκόμματο σύνολο.


 

Επίσης στις αίθουσες:

The Accountant / Ο Λογιστής

Μια λειτουργική εκδοχή του Ανθρώπου της Βροχής γίνεται τζήνιους λογιστής, στον οποίο ανατίθεται να ξεκαθαρίσει τα βιβλία μαφιόζικης επιχείρησης, αλλά τον παίρνει πρέφα το κράτος κι αρχίζουν άλλου είδους ξεκαθαρίσματα. Περιπετειώδες θρίλερ σε σκηνοθεσία Gavin O’ Connor και σενάριο Bill Dubuque, με τους Ben Affleck, Anna Kendrick, JK Simmons κ.ά., διάρκειας 128 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Tanweer

Pete’s Dragon / Ο Πιτ κι ο Δράκος του

Ένα αγοράκι μεγαλώνει μόνο του σ’ έναν δρυμό, με μόνη συντροφιά έναν μεγάλο πράσινο φιλικό δράκο. Όταν το βρίσκουν οι φύλακες αποφασίζουν να το πάρουνε μαζί τους, όμως δεν είναι τόσο σίγουροι ότι ο δράκος είναι τόσο φιλικός. Οικογενειακή περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία David Lowery σε σενάριο του ιδίου και του Toby Halbrooks, με τους Oakes Fegley, Bryce Dallas Howard, Karl Urban και Robert Redford, διάρκειας 103 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της Feelgood Entertainment

Middle School: The Worst Years of My Life / Σχολικά Γυμνάσια

Λυκειόπαιδο μπουχτισμένο με τους κανονισμούς του λυκειάρχη του, αποφασίζει να δώσει γροθιά στο κατεστημένο στήνοντας σειρά από ευφάνταστες φάρσες στους καθηγητές του. Με λίγη βοήθεια απ’ τους φίλους του, φυσικά. Οικογενειακή κωμωδία σε σκηνοθεσία Steve Carr και σενάριο των Chris Browman, Hubbel Palmer και Kara Holden (απ’ το ομότιτλο βιβλίο των James Petterson και Chris Tebbetts), με τους Griffin Gluck, Lauren Graham, Andrew Daly κ.ά., διάρκειας 92 λεπτών΄, παραγωγής 2016 σε διανομή της Odeon

Ouija: The Origin of Evil / Ouija: Η Πηγή του Κακού

Δυο καφετζούδες στην Αμερική του ’60 αποφασίζουν να ζωντανέψουν λίγο την απάτη τους προσθέτοντας έναν πίνακα Ouija στις συνεδρίες τους, μα το υπερπέραν είναι πιο αληθινό απ’ όσο νόμιζαν, κι έρχονται αληθινά φαντάσματα να τους το επιβεβαιώσουν. Μεταφυσικό θρίλερ σε σκηνοθεσία Mike Flanagan και σενάριο του ιδίου και του Jeff Howard, με τους Elizabeth Reaser, Lulu Wilson και Annalise Basso, διάρκειας 99 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή της UIP