Eπάγγελμα διαχειριστής: Οι αρμοδιότητες
Ο διαχειριστής είναι το «ταμείο» μιας πολυκατοικίας, αρμόδιος για την έκδοση και τη διανομή των κοινοχρήστων σε κάθε διαμέρισμα και, φυσικά, για τη συλλογή των χρημάτων. Είναι εκεί για τα πάγια αλλά και για τα έκτακτα, για την πληρωμή των εξόδων, των ζημιών, των αισθητικών και πρακτικών παρεμβάσεων στο κτίριο. Το σύνηθες είναι ο διαχειριστής να εκλέγεται από τη συνέλευση των ιδιοκτητών που κατοικούν στην πολυκατοικία και η «θητεία» του να κρατάει 12 μήνες.
Διεθύνοντας μια πολυκατοικία με 10 διαμερίσματα, η Β. (26 ετών) αφιερώνει περίπου 10-12 ώρες το μήνα για τη διαχείριση. Στη συγκεκριμένη φάση της ζωής της χαρακτηρίζει τον χειρισμό των κοινοχρήστων αγγαρεία, ένα αναγκαίο κακό. «Είναι δύσκολο να έχεις full time δουλειά και να πρέπει να είσαι απίκo για να σου πληρώσουν τα κοινόχρηστα προκειμένου να πληρώσεις όλα τα έξοδα».
Οι σκάλες, ο κήπος, το ασανσέρ, η θέρμανση (αν υπάρχει, αν χρησιμοποιείται), η καθαριότητα, τα θυροτηλέφωνα και λοιπά ζητήματα ασφαλείας είναι τα βασικές θεματικές για να συγκληθεί συνέλευση. Παράλληλα, ο διαχειριστής είναι ένα έμβιο κυτίο παραπόνων. «Αν σε ενοχλούν οι φωνές του διπλανού αλλά δεν μιλιέστε, πας στον διαχειριστή για να επέμβει, τουλάχιστον αυτό έκαναν σε έμενα. Σε ενοχλεί ο σκύλος του, το αμάξι του, η μουσική του, απευθύνεσαι στον διαχειριστή λες και είναι ο κηδεμόνας του κτιρίου», εξηγεί ο Σ. (55 ετών) που έχει υπάρξει διαχειριστής έξι διαμερισμάτων για δέκα χρόνια αφού κανείς άλλος δεν ήθελε να αναλάβει. «Από το αν κάηκε μια λάμπα μέχρι το αν έχει ατύχημα ο κηπουρός, είσαι το θύμα που ψάχνουν όλοι για να βρει τη λύση. Τρέχει το καζανάκι σε ένα σπίτι, τρέχεις κι εσύ».
Έχοντας να διαχειριστεί μόλις 4 οροφοδιαμερίσματα, ο Τ. (63 ετών) υπήρξε διαχειριστής για αρκετά χρόνια εκ περιτροπής. «Τώρα που κανείς δεν βάζει πετρέλαιο έχουν λυθεί αρκετές παρεξηγήσεις, αλλά μένουν όλες οι υπόλοιπες ευθύνες για τους κοινόχρηστους χώρους. Προκύπτουν όμως κι άλλου είδους ζητήματα όπως ότι καθαρίζει και τινάζει πράγματα ο καθένας από το μπαλκόνι του όποτε θέλει λερώνοντας το μπαλκόνια του από κάτω – είχαμε προσπαθήσει να θέσουμε όρια σε αυτό, να μην βγαίνει ο ένας το πρωί κι ο άλλος το βράδυ. Τελικά βάλαμε όλοι τέντες οπότε πάει κι αυτό. Πριν τις βάλουμε, οι πάνω όροφοι άπλωναν τα ρούχα τους χωρίς να τα στραγγίζουν και έτρεχαν τα νερά, μπαίναμε στο γκαράζ και βρεχόμασταν, λύθηκε κι αυτό. Ευτυχώς είμαστε σχεδόν φίλοι και δεν κάνουμε συνελεύσεις».
Συγκατοικούσε με την αδερφή της όταν ανέλαβε τη διαχείριση η Χ. (29 ετών), «ευτυχώς» όπως λέει αφού η διαχείριση 24 διαμερισμάτων δεν είναι δουλειά για ένα άτομο, «όλο κάτι θα χρειαστεί και δεν μπορείς να είσαι συνέχεια σπίτι, υπολογίσαμε ότι ασχολούμαστε 40 ώρες τον μήνα με την πολυκατοικία. Φυσικά οι περισσότεροι δεν τηρούν τις ώρες που έχεις ανακοινώσει ότι δέχεσαι κοινόχρηστα, ο καθένας έρχεται ότι ώρα του τη βαρέσει, ας πούμε ενώ κάνεις πάρτι γενεθλίων Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή στις 8 το πρωί. Έχει υπάρξει ένοικος που μας επέστησε την προσοχή να “μαζέψουμε τα παιδιά μας” που… δεν είχαμε ενώ μας είπε ότι είναι πολύ απογοητευμένη από τη δουλειά που κάνουμε γιατί είχε έρθει και το προηγούμενο Σάββατο να πληρώσει στις 10 το βράδυ τα κοινόχρηστα και δεν μας βρήκε στο σπίτι. Τι περίεργο!».
Να είναι κανείς διαχειριστής ή να μην είναι;
Από τις παραπάνω μαρτυρίες φαίνεται ότι δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος να θέλει κανείς να αναλάβει τη διαχείριση μιας πολυκατοικίας, πόσο μάλλον μιας πολυπληθούς. Μια παράπλευρη ευθύνη, συμψηφίζοντας όλες τις παραπάνω αρμοδιότητες, είναι το ότι πρέπει να φυλάξεις λεφτά που δεν είναι δικά σου. «Είχαμε συνέχεια μεγάλα ποσά στο διαμέρισμά μας που δεν μπορούσαμε να καταθέσουμε, οπότε, αν θέλαμε να φύγουμε για διακοπές έπρεπε να βρούμε ένα ασφαλές μέρος να τα κρύψουμε, στο πατρικό μας ή σε σπίτι φίλων», θυμάται η Χ. Ταυτόχρονα όλο και κάποιος δεν θα είναι ευχαριστημένος μαζί σου, «μου έχουν πει ότι κάνω απλά διεκπεραιωτικά τη διαχείριση, δεν ήξερα ότι πρέπει να βάλω το μεράκι μου σ’ αυτό. Αν από την άλλη δείχνεις υπερβάλλοντα ζήλο θα σου πουν ότι πας να βγάλεις λεφτά, υπάρχει μια καχυποψία και τελικά κανείς δεν μένει ευχαριστημένος με τίποτα».
Ωστόσο, στην πολυκατοικία της Χ. προσπάθησαν να δώσουν ένα κίνητρο, «αφού κανείς δεν ήθελε να αναλάβει, αποφασίσαμε σε μια συνέλευση να παίρνει 60 ευρώ το μήνα ο διαχειριστής κι έτσι και γίνεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αλλά ούτε αυτό το κίνητρο παραμένει ακμαίο, γιατί ποιος αντέχει να κυνηγάει διαμερίσματα που χρωστάνε χιλιάρικα;»
Ποιο είναι το επιχείρημα που συνηθίζουν να αντιτάσσουν σε μια συνέλευση οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων προκειμένου να εξαιρεθούν της διαχείρισης; «Όλοι λέμε πως δεν έχουμε χρόνο να το αναλάβουμε αν και η αλήθεια είναι ότι απλά αντιπαθούμε ο ένας τον άλλον. Φιλοσοφικά μιλώντας θα έπρεπε να σκεφτόμαστε ότι το σπίτι μας δεν είναι μόνο το διαμέρισμά μας, αλλά με έναν τρόπο μας αφορά ολόκληρη η πολυκατοικία γιατί είμαστε μέρος της – δε γίνεται να αδιαφορούμε αν χαλάει η πόρτα του γκαράζ, αν δεν έχει φώτα ένας όροφος, αν δημιουργηθεί υγρασία στο από κάτω διαμέρισμα».
Από τη δεκαετή εμπειρία του Σ. όχι μόνο δεν υπάρχει κίνητρο για να γίνει κανείς διαχειριστής, αλλά συχνά επικρατεί ο φόβος της φύρας. «Δίνεις κι από την τσέπη σου, και πολλά μάλιστα, ειδικά όταν βάζαμε πετρέλαιο κι έπρεπε να πληρώσουμε μετρητοίς λεφτά που κάποια διαμερίσματα δεν έδιναν. Από τη μέρα που έφυγα από την πολυκατοικία, δεν άναψαν ξανά καλοριφέρ, δεν θέλει να ασχοληθεί κανείς για να βρεθεί μια λύση. Δεν ενδιαφερόμαστε για το κοινό καλό και νομίζουμε ότι το πρόβλημα του διπλανού μας αφήνει ανεπηρέαστους».
«Σε εμάς δεν δίνονται κίνητρα. κίνητρο είναι μόνο ο τίτλος “κύριος/κυρία διαχειριστής/διαχειριστού”» εξηγεί η Β., ενώ η Χ. έχει διαπιστώσει ότι αυτός ο «τίτλος σημαίνει για κάποιους “αρχηγός του τόπου”». Επιστρέφοντας στην πρώτη, αναφέρεται στο πόσο συχνά συναντά «εγώ θα το έκανα καλύτερα».«Όλοι πιστεύουν ότι θα έκαναν καλύτερη δουλειά ως διαχειριστές από εσένα, αλλά κανείς δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη. Έχω λάβει σχόλια από τους συνταξιούχους ότι δεν με βρίσκουν σπίτι για να πληρώσουν τα κοινόχρηστα. Αυτό πραγματικά με βγάζει έξω από τα ρούχα μου. Γιατί θα πρέπει να διαμορφώσω τη ζωή μου γύρω από τα κοινόχρηστα; Ας αναλάβουν αυτοί που έχουν χρόνο και δεν κάνουν άλλα πράγματα!».
Η Χ. πιστεύει πάντως ότι είτε είναι ένας ιδιοκτήτης διαχειριστής είτε μια εταιρεία, και οι δυο φροντίζουν για το καλό της πολυκατοικίας. «Με τους σημερινούς ρυθμούς ζωής μια εταιρεία κοινοχρήστων αναλαμβάνει μεγάλο βάρος από τα χέρια τουλάχιστον αυτών που εργάζονται και δεν έχουν χρόνο ή διάθεση για περισσότερες ευθύνες και υποχρεώσεις». Γιατί λοιπόν δεν συνεργάζονται όλες οι πολυκατοικίες με εταιρείες που σηκώνουν αυτό βάρος; «Έχουν υπάρξει περιστατικά με εταιρείες που πήραν λεφτά και εξαφανίστηκαν και γι’ αυτό πολλοί τις αποφεύγουν».
Όταν ήταν παιδί στη Λήμνο, πολλοί νεαροί συγχωριανοί του Τ. έρχονταν στην Αθήνα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και γίνονταν θυρωροί. «Τους έδιναν σπίτι κι αυτό ήταν σημαντικό για εκείνους, συνήθως κάποιο υπόγειο». «Οι διαχειριστές έκαναν κι άλλες δουλειές όπως το να μαζεύουν και να μοιράζουν τα γράμματα», συμπληρώνει ο Σ., «ήταν άνθρωποι που το έκαναν επαγγελματικά διατηρώντας όμως σχέσεις με την πολυκατοικία, ήταν ένα χρήσιμο επάγγελμα που όμως έχει εκλείψει δεκαετίες τώρα».
Τα ευτράπελα της αθηναϊκής πολυκατοικίας
Την άνοιξη που η φύση οργιάζει είναι ο καιρός που οι περισσότερες πολυκατοικίες κάνουν απεντομώσεις, μυοκτονίες, απολυμάνσεις. Όταν έρθει αυτή η στιγμή η εταιρεία που αναλαμβάνει να απομακρύνει τυχόν ανεπιθύμητους επισκέπτες με φτερά και φωλιές, είθισται να δίνει στον διαχειριστή ένα «έγγραφο» που πρέπει να συμπληρώσει και να αναρτήσει στον πίνακα ανακοινώσεων της πολυκατοικίας για την ήμερα και ώρα της επίσκεψης. Σε αυτό το έγγραφο έχει και μία παράγραφο που μπορεί κάθε ιδιοκτήτης/ένοικος να συμπληρώσει το όνομά του σε περίπτωση που θέλει να κάνει απεντόμωση στο δικό του διαμέρισμα. Η ώρα αυτή είχε φτάσει στην πολυκατοικία της Β. «μια μέρα γυρνώντας από τη δουλειά βλέπω να έχει γράψει κάποιος (μάλλον έφηβος) εκεί στο κενό “Π*****”. Δεν ήξερα τι να κάνω και θεωρώντας το παιδιάστικο το προσπέρασα. Την επόμενη μέρα όμως βλέπω ότι κάποιος έχει μουτζουρώσει την εν λόγω λέξη και έχει απαντήσει από κάτω “ΝΤΡΟΠΗ”. Να τονίσω ότι στην πολυκατοικία μας στα 8 από τα 10 διαμερίσματα κατοικούν συνταξιούχοι». Η Β. θα μιλήσει με τους γείτονες για 5-10 λεπτά αν συναντηθούν τυχαία, με το διπλανό διαμέρισμα πάντα ανταλλάσσει γλυκά κάθε Πρωτοχρονιά. Ωστόσο «πριν γίνω διαχειρίστρια έχω ακούσει μπηχτές για το πόσα πλυντήρια βάζω – το έχω στο μπαλκόνι, αλλά δεν το έχω βάλει ποτέ σε ώρες κοινής ησυχίας».
Στα 4 οροφοδιαμερίσματα του Τ. είχαν συμφωνήσει ότι θα κάνουν μια πατέντα για να έχουν όλοι πρόσβαση σε συνδρομητική τηλεόραση. «Είχαμε διαφωνίες και πρόβλημα γιατί ο ένας ήθελε να το γυρίσει στο ένα κανάλι, ο άλλος στο άλλο, ανέβαινε κάποιος στο καμαράκι της ταράτσας κι άλλαζε ό,τι βλέπαμε. Στο τέλος επειδή υπήρχαν τσακωμοί, κανείς δεν έβλεπε αυτό που ήθελε και, καθώς ήταν και παράνομο αυτό που κάναμε, τελικά συμβιβαστήκαμε στο να βλέπουμε όλοι συγκεκριμένα πράγματα μέχρι που την καταργήσαμε».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Σ. έχει βρεθεί αντιμέτωπος με χαρτοπαικτική λέσχη «την είχε δημιουργήσει μια γιαγιά και συγκεντρώνονταν υπερήλικες που ταξίδευαν από τον Διόνυσο μέχρι τη Γλυφάδα για να παίξουν, όσοι το είχαν καταλάβει στην πολυκατοικία φυσικά κι έκαναν παράπονα. Ένα βράδυ το χιόνι έφτασε κοντά ένα μέτρο κι όταν ήθελαν να φύγουν οι θαμώνες της λέσχης, ξημερώματα πια, δεν μπορούσαν. Οπότε έπρεπε να βρω για κάποιους αλυσίδες για τα αυτοκίνητά τους, για άλλους ταξί, ήταν μια κατάσταση για γέλια και για κλάματα».
Όπως φαίνεται από τη διήγηση της Χ., οι σωλήνες ύδρευσης μπορούν να φέρουν μεγάλη αναστάτωση. «Αυτός που μένει στον δεύτερο αποφάσισε μια μέρα ότι θέλει να καρφώσει κάτι στο μπαλκόνι του κι έσπασε τον τοίχο στο σημείο που πίσω έχει σωληνώσεις. Αρχίζουν να τρέχουν νερά από το μπαλκόνι του, έχει πλημμυρίσει όλος ο δρόμος, του χτυπάμε τα κουδούνια δεν απαντάει – ωστόσο ακούμε την τηλεόρασή του. Κατεβήκαμε δέκα άτομα στον δρόμο, του φωνάζαμε, ανοίγαμε τις τάπες της ΕΥΔΑΠ να δούμε ποιο ρολόι τρέχει, τελικά ήταν ο δικός μου σωλήνας που είχε σπάσει κι αρχίζω να ωρύομαι. Βγαίνει ο γείτονας του δευτέρου μετά από αρκετή ώρα άνετος, μας κοιτάει και αναρωτιέται δυνατά “τι έγινε ρε παιδιά;”». Τελικά, ο υπαίτιος για την πλημμύρα κατέβηκε στον δρόμο, ο διάλογος που ακολούθησε περιείχε διαφόρων ειδών κοσμητικά επίθετα, επικράτησε ένα μικρό αλαλούμ, «ξηγήθηκαν μερικά όνειρα», κάποιοι μπήκαν στη μέση να χωρίσουν τα δύο αντίπαλα -για τον σωλήνα- στρατόπεδα ως ειρηνοποιοί. Τα νερά, πάντως, έτρεχαν για 4 ώρες.
Στην ίδια πολυκατοικία, στην επόμενη πράξη, ο πέμπτος όροφος ανεβαίνει στον έβδομο (της διαχείρισης) να πληρώσει τα κοινόχρηστα κι επί της ευκαιρίας να ενημερώσει ότι έχει καεί μια λάμπα του διαδρόμου. «Είναι Πέμπτη 9 το βράδυ και πολύ ευγενικά απαντάμε πως θα αγοράζαμε την επόμενη μέρα λάμπα, μόλις επιστρέφαμε από τη δουλειά θα διορθώναμε το πρόβλημα. Το επόμενο απόγευμα όντως έχω αγοράσει τη λάμπα και περιμένω την αδερφή μου να επιστρέψει επειδή θα έπρεπε να ανέβω σε σκάλα και δεν ήθελα να το κάνω μόνη μου. Κι όπως είμαστε στο σπίτι ακούμε θόρυβο απ’ έξω. Ανοίγουμε την πόρτα και βλέπουμε τον σύζυγο της γυναίκας που μιλούσαμε το προηγούμενο βράδυ να ξεβιδώνει τη δική μας λάμπα». Ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-Τι κάνετε εκεί κύριε Συμεών;
-Ήρθα να πάρω τη λάμπα, γιατί εμείς δεν έχουμε και σας το είπαμε.
-Ούτε 24 ώρες δεν έχουν περάσει, θα ερχόμασταν τώρα να την αλλάξουμε.
-Ήρθα εγώ να πάρω τη δικιά σας για να τελειώνουμε.
-Και δεν πήγατε στον τέταρτο ή στον έκτο, αλλά ήρθατε εδώ για να μου την πείτε. Γιατί είσαστε λαμπάκιας, γι’ αυτό.
-Είστε απαράδεκτες.
-Και εσείς λαμπάκιας (κλείνει απότομα την πόρτα).
Άνθρωποι, γείτονες, απανταχού κάτοικοι πολυκατοικιών, λαμπάκηδες και σωληνάκηδες, ψυχραιμία. Αυτά καλό είναι να μην γίνονται.