Ο Άρης Μπινιάρης πρώτος δεξιά.

Εδώ και καιρό γράψαμε πως η πλέον αναμενόμενη παράσταση του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου, είναι οι Πέρσες του Αισχύλου με τον ΘΟΚ σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη. Ο λόγος είναι απλός: πραγματικά δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θα δούμε. Ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης μας έχει γοητεύσει με τις μουσικές προσεγγίσεις του σε κείμενα απρόσμενα, κι η ενασχόλησή του με την αρχαία τραγωδία ήρθε ως φυσική κι αναμενόμενη συνέχεια αυτών του των αναζητήσεων. Μετρώντας αντίστροφα τις ημέρες μέχρι την Παρασκευή που θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στην Επίδαυρο στο αποτέλεσμα της δουλειάς του, ρωτήσαμε τον Άρη Μπινιάρη τι ακριβώς μας περιμένει. Ιδού…

Οι πρόβες έχουν ολοκληρωθεί. Άρχισαν κι οι παραστάσεις; Έχουμε γυρίσει όλη την Κύπρο! Λευκωσία, Πάφο, Δερύνεια, Λάρνακα, Λεμεσό…

Οπότε στην Επίδαυρο θα σας δούμε πανέτοιμους και δοκιμασμένους… Φυσικά δοκιμασμένους. Ξεκινήσαμε με τρεις παραστάσεις στη Λευκωσία και το θέατρο ήταν κατάμεστο, κι η ανταπόκριση του κοινού μετά πολύ μεγάλη. Το ίδιο και στις άλλες πόλεις. Πρώτη φορά στην Κύπρο τέτοια προσέλευση, πήγε πολύ καλά, ξεπέρασε τις προσδοκίες μας.


Σε έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει μέσα από τη μουσική σου προσέγγιση προς τα κείμενα. Αυτή τη φορά πάνω στους Πέρσες πώς δούλεψες; Πάλι με άξονα τη μουσικότητα του κειμένου. Είναι γνωστό ότι το αρχαίο δράμα ενδείκνυται για τέτοιου είδους προσεγγίσεις, ως μουσικό θέαμα από καταβολής του, από τα γεννοφάσκια του που λέμε. Ήταν λοιπόν αυτονόητο για μένα πως αυτή η μουσικότητα θα αποτελεί βασικό άξονα της παράστασης. Φυσικά εδώ η αισθητική δεν είναι ροκ. Μπορεί να είναι δυναμική η διάθεση, όμως άντλησα πληροφορίες από την αρχαία ρυθμολογία του πρωτότυπου κειμένου έχοντας κάνει μια μετρική ανάλυση. Εξέτασα δηλαδή τα μέτρα και το ρυθμό που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος για να αποδώσει το νόημα. Κατά δεύτερον, άντλησα πληροφορίες από παραδοσιακές μουσικές της Ανατολής και του ευρύτερου χώρου της αρχαίας Περσίας. Κι όλα αυτά ενώθηκαν με μια σύγχρονη ματιά, προσπαθώντας να αποδώσουμε κι αυτό στο οποίο ήθελα να εστιάσω σαν προσέγγιση μέσα από την παράσταση. Το αρχικό υλικό όμως ήταν αυτό. Και πάνω σε αυτό είχα προσυνθέσει κάποια πράγματα, κυρίως στα χορικά μέρη του έργου, κι από εκεί ξεκινήσαμε και τη δουλειά με τους ηθοποιούς. Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες, τους ζήτησα να αλληλεπιδράσουν με αυτά τα μουσικά ηχοτοπία, με ήχους Ανατολής δηλαδή – έχουμε κι ένα τζουρά στην παράσταση για να υπάρχει το άρμα, ας πούμε.

Ως γνωστόν, οι Πέρσες είναι ένα έργο τολμηρό στην οπτική του γωνία: ο Αισχύλος, που πολέμησε κι ο ίδιος τους Πέρσες, γράφει ένα έργο από την πλευρά των ηττημένων. Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι κάτι που σήμερα το έχουμε χάσει. Είναι σαν να λέμε πια πως ο νικητής τα παίρνει όλα, κι όποιος έχασε, έχασε! Ξεκινώντας να δουλεύω πάνω στους Πέρσες, προφανώς θαύμασα και την παλικαριά, και τη γενναιότητα των Ελλήνων στη Σαλαμίνα. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, στα πλαίσια της έρευνας, είδα ότι για να φτάσω στον αξιακό χώρο των Ελλήνων του τότε όπως τους παρουσιάζει ο Αισχύλος μέσα στο έργο του, περνούσα από την ποίηση – γιατί ο Αισχύλος παίρνει ένα ιστορικό γεγονός, αλλά το διαθλά σε ποιητικό, τα ανάγει όλα σε σύμβολα και αρχέτυπα. Το έργο υπερβαίνει το χρόνο και τον τόπο. Παρόλο που εφορμάται από ένα πραγματικό γεγονός, δεν διστάζει να αλλοιώσει πληροφορίες, να προσθέσει δικές του οι οποίες δεν διασταυρώνονται από ιστορικούς της εποχής, προκειμένου να εξυπηρετήσει τη δραματουργική ροή της ποίησης. Ελλάδα, Σαλαμίνα, Περσία, βασίλισσα, γιος βασιλιάς, νεκρός πατέρας βασιλιάς, η άφιξη των νέων, η σύγκρουση στη Σαλαμίνα, η εκστρατευτική κίνηση του Ξέρξη, όλα αυτά πια ανάγονται σε σύμβολα. Και ως τέτοια υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο. Με τον καιρό λοιπόν είδα ότι ο Αισχύλος σε πάει στη Σαλαμίνα και την Ελλάδα του τότε μέσω Περσών. Αυτή τη διαδρομή ορίζει: από γραφής το έργο επιχειρεί κι επιτυγχάνει  μια πλήρη ταύτιση με το χώρο των Περσών. Δεν σε κρατάει σε απόσταση σαν αναγνώστη ή θεατή. Είναι ένα κείμενο γεμάτο πάθος. Δεν είναι περιφρονητικό ως προς τους Πέρσες, δεν τους λυπάται, δεν σε βάζει να τους κρίνεις.


Με ποιον ταυτιζόμαστε δηλαδή στο έργο; Ταυτιζόμαστε με τα συναισθήματα της Άτοσσας, του Χορού, του Ξέρξη.., Μιλάμε λοιπόν για μια λειτουργία. Όμως σε ταυτίζει με ένα χώρο έτσι ώστε τελικά να σε αποταυτίσει. Σου μιλάει για την ελευθερία δείχνοντάς σου πώς λειτουργεί ένας χώρος που δεν είναι ελεύθερος. Είναι περιχαρακωμένος, περιφρουρημένος, βρίσκεται υπό το μαστίγιο του βασιλιά, ο πλούτος είναι η κυρίαρχη θεότητα και η απόκτησή του η βασική επιδίωξη, υπάρχει πλήρης απουσία ελεύθερης βούλησης… Όλα αυτά σκιαγραφούνται από το Χορό, υπάρχουν μέσα στο κείμενο. Ο τρόπος λειτουργίας του περσικού βασιλείου μέσα στο έργο του Αισχύλου, είναι ο χώρος από τον οποίο θέλει να σε αποταυτίσει. Το καταφέρνει αφού σε ταυτίσει 100%. Αυτό θεωρώ ότι γίνεται  συγκλονιστικότερο όταν αναλογιστούμε πως όταν ο Αισχύλος παρουσίαζε το έργο, οκτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, είναι σίγουρο ότι μέσα στο κοινό υπήρχαν και Σαλαμινομάχοι. Άνθρωποι που πολέμησαν εκεί. Σου μιλάει λοιπόν για την ελευθερία από την αντίστροφη πλευρά. Αυτή η λειτουργία εμένα μου ξεκαθάρισε πάρα πολλά πράγματα. Σε τοποθετεί στη Σαλαμίνα και στα ηρωικά που διαπράχθηκαν εκεί, αλλά σε πηγαίνει μέσω Περσίας.  Σε βάζει και στις δύο θέσεις. Δεν σου κρύβω πως εκεί βρήκα αρκετά κοινά με το σήμερα. Δυστυχώς σαν πολιτισμός βλέπω πως έχουμε περισσότερα κοινά με το χώρο των Περσών παρά της Ελλάδας του τότε.

Χρησιμοποίησες σε σχέση με την αρχαία τραγωδία δυο λέξεις στις οποίες κι εγώ πιστεύω πάρα πολύ:  αρχέτυπα και σύμβολα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει προσεγγίσεις της τραγωδίας που να κινούνται προς το αστικό δράμα, ή που να προσπαθούν και καλά και σώνει να βρουν αναλογίες με πρόσωπα και πράγματα σημερινά. Ξεκίνησα εκ των προτέρων με την πρόθεση να μην υπάρξουν τέτοιοι συνειρμοί. Χωρίς να λέω πως αν το κάνει κάποιος και το στηρίξει, δεν μπορεί να λειτουργήσει κι έτσι – εγώ δεν θα μπορούσα. Εγώ συνειδητά από την αρχή ήθελα να διατηρήσουμε τα στοιχεία του μύθου, και να τα κρατήσουμε στο χώρο των συμβόλων.. Γι αυτό κι η παράσταση δεν τοποθετείται συνειρμικά σε ένα χώρο ή χρόνο συγκεκριμένο. Παράλληλα, με τη μουσική, ήθελα να αποκαλύψουμε και την επική διάσταση που έχουν τα σύμβολα, έτσι ώστε να μην πάμε προς αυτό που εσύ ονόμασες αστικό δράμα.  

Ήθελα να μιλήσουμε για την επιλογή των ηθοποιών. Πώς κατέληξες στα συγκεκριμένα πρόσωπα; Επέλεξα τους συγκεκριμένους ηθοποιούς γιατί θαυμάζω τις πορείες και τη δουλειά τους στο χώρο από όπου προέρχεται ο καθένας. Είχαν δει δουλειές μου, οπότε ήξεραν πάνω-κάτω για τι μιλάμε, κι εγώ από τη μεριά μου είχα δει ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε μέσα από τους  πιο μουσικούς δρόμους του θεάτρου, τους οποίους εξερευνώ μέχρι τώρα, και να τους βαδίσουμε. Σε σχέση με αυτό έγινε λοιπόν η επιλογή, και της Καριοφυλλιάς, και του Νίκου, και του Αντώνη, και του Χάρη.


Προέρχεσαι από μια θεατρική οικογένεια. Ήταν πάντα στο μυαλό σου πως θα κατέληγες σε αυτό το δρόμο; Όχι. Στην αρχή μάλιστα, μη σου πω ότι αυτό λειτούργησε και αποτρεπτικά. Σίγουρα το ότι έχω μεγαλώσει με την εικόνα του πατέρα μου σε παραστάσεις, πρόβες και περιοδείες παίζει σίγουρα ένα μεγάλο ρόλο, καθώς και η αγάπη του για τον ποιητικό λόγο, για τα κείμενα. Η ουσιαστική όμως δική μου επαφή με την τέχνη είναι μέσα από τη μουσική ως ακροατής. Στην ηλικία των 11-12 που ξεκινάς τα πρώτα μουσικά ακούσματα, τα οποία τα συνδυάζεις με ένα δίκτυο σχέσεων, συνειδητοποίησα δύο πράγματα που αργότερα λειτούργησαν σαν οδηγός στην πορεία μου στο θέατρο. Το ένα είναι ότι η τέχνη έχει ένα σαφή πολιτικό, κοινωνικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να είναι κάτι διακοσμητικό. Και το δεύτερο, ότι είναι ένα μέσο για τη δημιουργία σχέσεων. Η ροκ ή η πανκ, για τις οποίες έχουμε ξανακουβεντιάσει οι δυο μας παλαιότερα, ήταν τα πρώτα μου ακούσματα, και μου ξεκαθάρισαν πάρα πολλά  στο  γιατί να κάνει κανείς τέχνη. Είναι μουσικές οι οποίες συγκινούν ακριβώς επειδή δεν ξεκινάνε από μια προσωπική φιλοδοξία, αλλά όπου υπάρχει κάτι πολύ ισχυρό που αν δεν ειπωθεί, αν δεν εκφραστεί, δεν γίνεται! Και τώρα, σε στιγμές που προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με το θέατρο, δεν σου κρύβω ότι ανατρέχω σε εκείνα τα ακούσματα, μόνο και μόνο για να επανέλθει αυτή η μνήμη. Μετά τους Πέρσες ξέρεις τι ακολουθεί; Ποιος θα είναι ο επόμενος σταθμός; Θα γίνει μια επανάληψη, σε εξελιγμένη εκδοχή, του Το Θείο Τραγί, στο θέατρο Φούρνος τον Οκτώβρη. Αξίζει τον κόπο, γιατί μέσα στα χρόνια αυτό το έργο προχωράει κι εξελίσσεται μόνο του, σαν ζωντανός οργανισμός. Μετά θα ακολουθήσει μια άλλη δουλειά την οποία δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να μην την ανακοινώσω ακόμα.

Στις 11 και 12 Αυγούστου, ο ΘΟΚ επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, με τους Πέρσες, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. Με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Άτοσσας, τον Νίκο Ψαρρά στο ρόλο του Δαρείου, τον Χάρη Χαραλάμπους ως Αγγελιαφόρο, τον Αντώνη Μυριαγκό ως Ξέρξη και 15μελή χορό.