STO SPITI 1

Στο Σπίτι, του Αθανάσιου Καρανικόλα.

Μέρα δεύτερη του αγαπημένου θεσμού (μετά το εκπληκτικό άνοιγμα με το το εξαιρετικό Η Απόσταση Μεταξύ Μας που είδαμε ευλαβικά) και το πρωινό μας βρήκε να κατηφορίζουμε την Ακαδημίας για το Odeon Όπερα.

Το Στο Σπίτι αφηγείται την ιστορία της Νάντιας, μιας Γεωργιανής που για 20 χρόνια εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι μιας οικογένειας, η οποία την αποδέχεται ως ένα άτυπο μέλος της. Ένα πρόβλημα του νευρικού της συστήματος, όμως, έρχεται να ταράξει τα νερά και να αναποδογυρίσει όποια δεδομένα υπήρχαν ως τότε. Δυνατή υπόθεση, αν μη τι άλλο. Μόνο που γρήγορα ήρθε η ανώμαλη προσγείωση…


Από το εισαγωγικό, ακίνητο πλάνο της Μαρίας Καλλιμάνη να κοιτά τον ορίζοντα άνευ μουσικής πριν πέσει σε μαύρο φόντο ο τίτλος της ταινίας, επικαλείται την απεγνωσμένη εσωτερική φωνή της λογικής, η οποία προφέρει ξεροκαταπίνοντας «ωχ, weird wave». Ψυχραιμία, μην είσαι κακοπροαίρετος. Μπορεί αυτή να κάνει επιτέλους τη διαφορά και να αλλάξει τη θεωρία σου. Να δείξει πως όντως υπήρξε μια ωρίμανση του ρεύματος και πλέον έχει καταφέρει να ισορροπήσει άψογα ανάμεσα σε φόρμα και περιεχόμενο. Η ώρα περνά, τίποτα δεν φτιάχνεται και η σκέψη του ότι τελικά αρκεί να έχεις περίεργο καδράρισμα (με ωραία χρώματα όμως), «ανύπαρκτους» διαλόγους και ανοιχτό τέλος για να βραβευτείς σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ κινηματογράφου έρχεται και μένει.  Δεν ξέρω, μετά από αυτό αμφιβάλλω για το αν η πλειοψηφία των σκηνοθετών ασπάζεται όντως αυτό το στυλ ή αν «δουλεύει» το κοινό. Αποτελούμενο από ακίνητα (πλην μονοψήφιων εξαιρέσεων) μονοπλάνα, με τη δράση να μην εκτυλίσσεται ποτέ στο κέντρο της, δείχνει πως ο Καρανικόλας κατέχει το στήσιμο του χώρου, μα δεν ξέρει να τον αξιοποιεί κατάλληλα, να εξιστορήσει μέσα σε αυτόν. Αθροίζουμε το παραπάνω με μια σειρά από ανάλατες ερμηνείες –πλην της εκπληκτικής Καλλιμάνη-, ένα κακογραμμένο (ή απόν;) σενάριο και διαλόγους που προκαλούν γέλια με το αφελώς διατυπωμένο «κατηγορώ» τους και μια λειψή κοινωνική κριτική που θέλει να αυτοαποκληθεί και «ρεαλιστική», ενώ το στήσιμό της εξασφαλίζει το ακριβώς αντίθετο.

Την τεχνογνωσία την έχουμε κατακτήσει πλέον, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και προβληματισμοί υπάρχουν, αρκετοί. Αλλά από τη στιγμή που το βάρος δίνεται περισσότερο στο «λοξό» του πράγματος απ’ ότι στο ίδιο το πράγμα (ιστορία υπάρχει μα δεν ικανοποιεί), πρέπει να ανησυχούμε. Ο κινηματογράφος δεν είναι απλά τέχνη της εικόνας με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και το «περίεργο» έχει αρχίσει να κουράζει όταν προσπαθεί να στηρίξει τη ροή από μόνο του. Να ‘μαστε ξύπνιοι και να μεγαλουργούμε και στο στυλιστικά συμβατικό εν τέλει, όχι να το παίζουμε μυστήριοι και παρίες.

Φυσικές Επιστήμες, του Matthias Lucchesi.

Φυσικές Επιστήμες, του Matthias Lucchesi.

Για να αλλάξουμε παραστάσεις και να «σώσουμε» κάπως την ημέρα, σειρά είχε μια αργεντίνικη ιστορία ενηλικίωσης, οι Φυσικές Επιστήμες. Η Lila είναι 12 χρονών και ζει στο απομονωμένο ορεινό Los Condores. Δεν έχει γνωρίσει πατέρα και τώρα, λίγο πριν την έκρηξη της εφηβείας, η επιθυμία της γνωριμίας με αυτόν την ωθεί σε μια συμπεριφορά μανιακή. Η δασκάλα των φυσικών επιστημών από το σχολείο της, μετά από επανειλημμένες αρνήσεις, θα δεχτεί να τη βοηθήσει στην αναζήτησή της, έστω και αν τα στοιχεία που η Lila έχει είναι μηδαμινά.

Το πρόγραμμα του φεστιβάλ μας υπόσχεται μια εξωπραγματική φωτογραφία σε ένα υποδειγματικό ντεμπούτο. Καθώς πρόκειται για ντεμπούτο θα είμαι λίγο πιο ανεκτικός με το σύνολο και δε θα μιλήσω για «μια απ’ τα ίδια». Έχει όντως πολύ ωραία φωτογραφία, που αναδεικνύει το τοπίο και του δίνει μια χροιά παραμυθένια, μα η αλήθεια είναι πως δεν φτάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα, παραμένοντας στα ύψη του ταξιδιάρικου. Φαίνεται πως ο Matias Lucchesi αφοσιώθηκε περισσότερο στη γλύκα παρά στην καινοτομία, παραδίδοντας ένα σύντομο, απλοϊκό σε βαθμό υπερβολής διήγημα με road movie τάσεις. Το ορεινό ψύχος και τα σύννεφα των τοπίων δεν τον επηρεάζουν, τα διώχνει με τη θέρμη και την ελπίδα πως ο καθένας βρίσκει την Ιθάκη του και μένει εκεί για πάντα. Καθόλου προβληματισμένος μα λυρικός, αρκείται σε μικρές παρομοιώσεις μεταξύ βιολογίας και ανθρωπίνων σχέσεων που ακροβατούν ανάμεσα στο αφελές και το απλό. Και με ένα μάτσο κλισέ που δεν γλιτώνουν την κριτική.

http://youtu.be/4mU4I2eDv0M

Μα αν κάτι σώζει την παρτίδα, αυτό είναι πως ο σκηνοθέτης παραμένει σταράτος, λιτός και περιεκτικός. Δεν παραφουσκώνει το σύνολο, δεν κουράζει και αναδεικνύει και το πιθανό μελλοντικό ταλέντο της Paula Galinelli Hertzog με τρυφερότητα. Μια ταινία που ίσως δεν ενδείκνυται για το μεγάλο πανί, μα για οικιακή χρήση. Χρειάζεται και ένας τέτοιος απλοϊκός κινηματογράφος που να μην επιπλέει στη σοβαροφάνεια ή στον κολλώδη μελοδραματισμό και τη γκρίνια, που να δίνει μια παιδαριώδη ελπίδα και να ανακουφίζει προσωρινά. Μπορεί να μην κεντάει ο δημιουργός της, μα δίνει υποσχέσεις για ένα μέλλον ενδεχομένως πιο βαρυσήμαντο.

Διαβάστε εδώ την ανταπόκριση από την πρώτη μέρα του φεστιβάλ.