Απ’ τον Βιμ Βέντερς στον Τζέιμς Μάνγκολντ κι απ’ τον Όλιβερ Στόουν στον Τζορτζ Κλούνεϊ, ο μόνιμος διευθυντής φωτογραφίας του Αλεξάντερ Πέιν έχει αναδειχθεί σε μια σταθερά ποιότητας για τον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο. Γεννημένος στην Αθήνα και μεγαλωμένος στα πλατό του Τζον Κασαβέτη, για τον οποίο ο πατέρας του σχεδίαζε τα σκηνικά, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ έχει μαζέψει μια δεκαριά υποψηφιότητες και βραβεύσεις για τη δουλειά του, την τελευταία τριετία και μόνο. Φέτος έφτασε μέχρι την τελική πεντάδα των Όσκαρ με τη φωτογραφία του για τη Νεμπράσκα, που έφερε στον Πέιν την τρίτη του οσκαρική υποψηφιότητα σκηνοθεσίας. Κι όμως, το πόσο μεγάλη υπόθεση είναι μια τέτοια διάκριση, την κατάλαβε όταν άρχισαν να του τηλεφωνούν για τα συγχαρητήρια, απ’ το χωριό του στο Λεωνίδιο. Όχι ότι είχε ξεχάσει ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα του, αφού στην ορεινή Αρκαδία είχε κατέβει για να γυρίσει με τον Νικ Νόλτε το Arcadia Lost, την τρίτη του σκηνοθετική δουλειά. Κι επιμένει να ψάχνει για projects που να μπορούν να γυριστούν στην Ελλάδα, έστω κι αν η χώρα του είναι εξαιρετικά αφιλόξενη για μεγάλες ξένες παραγωγές.

NEBRASKA
Έχετε μαζέψει μπόλικες υποψηφιότητες και βραβεία στην καριέρα σας, αυτή όμως είναι η πρώτη σας υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σε τι διαφέρει; Εντάξει, τα Όσκαρ δεν είναι αυτό που έχεις για στόχο ας πούμε, όταν κάνεις αυτή τη δουλειά. Υπάρχει τιμή σε κάθε είδους αναγνώριση και συνήθως αυτό που είναι το πιο συναρπαστικό είναι όταν ο κόσμος και το κοινό λατρεύουν μια ταινία. Και σκέφτεσαι «ναι, ωραία, τα Όσκαρ, φοβερό», αλλά όταν όντως συμβαίνει, νομίζω τότε είναι που συνειδητοποιείς, ας πούμε, ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο κατά κάποιο τρόπο, για πραγματικά μεγάλη υπόθεση. Γιατί ξαφνικά δέχεσαι συγχαρητήρια από παντού. Ξέρεις, από άλλες χώρες, και μικρά, μικρά μέρη στην Ελλάδα, στο μικρό σου χωριό στο Λεωνίδιο… Το οποίο, ξέρεις, δεν συμβαίνει με άλλα βραβεία, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη προβολή. Οπότε μ’ αυτήν την έννοια, ναι, είναι σίγουρα μια πολύ ιδιαίτερη τιμή. Και εντάξει, είναι κι η απόλυτη αναγνώριση, υποθέτω, απ’ την άποψη όλου αυτού του χολιγουντιανού παιχνιδιού, ας πούμε, δεδομένων όλων αυτών που συμβολίζουν τα Όσκαρ και το μέγεθος της προσοχής που στρέφει προς τα πάνω σου όλο αυτό το πράγμα.

Πρόσφατα είδαμε τον Τζιμ Τζάρμους και τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ να εξασφαλίζουν ελληνικά κονδύλια και να κάνουν ακόμη και γυρίσματα στην Ελλάδα. Εσείς πώς βλέπετε το ενδεχόμενο να κάνετε κάτι εδώ; Νομίζω είναι μια κατάλληλη περίοδος και ξέρω ότι κι ο Αλεξάντερ, όταν ήταν στην Θεσσαλονίκη, συναντήθηκε με τον Κωνσταντακόπουλο (σσ: Faliro House Productions, συμπαραγωγός των Τζάρμους και Λίνκλατερ) και είχαν κάποιες συζητήσεις. Επιπλέον, τόσο κι αυτός, όσο κι εγώ, θέλουμε πολύ να έρθουμε και να δουλέψουμε στην Ελλάδα, κι εγώ πάντα ψάχνω για ελληνικά projects έτσι κι αλλιώς. Αλλά, ξέρεις, το πρόβλημα με την Ελλάδα, είναι ότι δεν είναι καθόλου φιλικοί με τις ξένες παραγωγές. Δεν έχουν φοροεπιστροφές, δεν υπάρχουν αυτά τα σχέδια που έχουν στη Σερβία, ή στο Μαυροβούνιο, ή και στη Γεωργία και λίγο-πολύ σε όλες τις γειτονικές μας χώρες. Οπότε δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις χρηματοδότηση για να κάνεις ταινία στην Ελλάδα, γιατί δεν έχει κανένα νόημα μια τέτοια παραγωγή, από βιομηχανικής απόψεως. Αλλά, ναι, ψάχνουμε για υλικό, και ξέρω ότι ο Αλεξάντερ θέλει να αφιερώσει λίγο χρόνο σ’ αυτό και να έρθει στην Αθήνα για να το ερευνήσει. Αρκεί να βρεθεί κάποιος τρόπος να υποστηριχθεί κι απ’ την κυβέρνηση αυτό το πράγμα, για να μπορέσουν να βρεθούν κι αρκετοί χρηματοδότες.

http://youtu.be/ZuIBvmxIN4w

Έχετε δουλέψει με μεγάλους σκηνοθέτες, σε πολλές εξαιρετικές ταινίες. Υπάρχει κάποιο επιπλέον συστατικό σ’ αυτήν την ταινία, που σας έφτασε στα Όσκαρ; Εγώ πάντα ψάχνω για τα ίδια πράγματα, πάντα ψάχνω για ποιοτικό υλικό που είναι επικεντρωμένο στους χαρακτήρες. Δεν είμαι φαν των μεγάλων θεαμάτων, ας πούμε. Μου αρέσουν οι ιστορίες που έχουν μια οικειότητα, είναι προσωπικές, και νομίζω όλο το θέμα είναι στο συναίσθημα και πώς μπορείς να το μπολιάσεις στη φωτογραφία σου. Για να δουλέψει σωστά μια ταινία, πρέπει να συμπέσουν και να συγχρονιστούν πολλά στοιχεία. Τώρα, για τη Νεμπράσκα συγκεκριμένα, όταν διάβασα το σενάριο, είδα ότι η ταινία είχε πολλά απ’ τα στοιχεία που κάνανε και τις προηγούμενες ταινίες του Αλεξάντερ ξεχωριστές, όμως η συγκεκριμένα ξεκάθαρα φαινόταν ως η πιο κινηματογραφική του δουλειά. Και ένιωθα πως το ασπρόμαυρο πραγματικά θα αναδείκνυε αυτά τα στοιχεία. Κι αποδείχθηκε ότι όντως έτσι ήταν. Το συζητήσαμε αρκετά με τον Αλεξάντερ, κι αποφασίσαμε να την προσεγγίσουμε λίγο διαφορετικά αυτήν την ταινία. Επιχειρήσαμε τα πλάνα μας να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, προσεγγίσαμε διαφορετικά την σύνθεση των κάδρων, θέλαμε οι εικόνες να έχουν μια διαφορετική αφήγηση, δηλαδή. Ο ρυθμός του μοντάζ είναι πιο αργός, κι αυτό δίνει στο θεατή περισσότερο χρόνο να απορροφήσει το πλάνο, πράγμα που βοηθά να αποδοθούν σε μεγαλύτερη πληρότητα τα συναισθήματα με τα οποία είναι φορτισμένο το κάδρο και να επικοινωνήσει καλύτερα ακόμη και το χιούμορ. Όπως στις σκηνές με την οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση, για παράδειγμα, στις οποίες το κοινό αντιδρά πριν καν αρχίσει ο διάλογος. Ήταν μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση δηλαδή, η οποία άρεσε στον Αλεξάντερ και μου επέτρεψε σημαντικά μεγαλύτερη ελευθερία στο κομμάτι της φωτογραφίας. Και βέβαια το ότι έχουμε συνεργαστεί τόσες φορές, έχει οδηγήσει στο να έχουμε βρει έναν τρόπο να αναδεικνύουμε και να συμπληρώνουμε, ας πούμε, ο ένας την αφηγηματική προσέγγιση του άλλου. Οπότε μπορείς να πεις πως μερικές φορές απλώς βρίσκεις μια αρμονία, όπου τα πάντα αλληλοσυμπληρώνονται κι αλληλοϋποστηρίζονται.

Στην επόμενη σελίδα: προβλέψεις για τα Όσκαρ και γιατί στο Χόλιγουντ δεν μιλάνε για το ελληνικό σινεμά.