elle-paul-verhoeven-isabelle-huppert

Μοιάζει κάπως περίεργο να πηγαίνεις στην Τελετή Λήξης ενώ ξέρεις ότι το φεστιβάλ συνεχίζεται για μια ακόμα μέρα. Υπάρχει αυτή η γκράντε αίσθηση της λήξης, αλλά δεν υπάρχει η χαρμολύπη που τη συνοδεύει στο τέλος της κάθε χρόνο. το Ιντεάλ ξαναπλημμυρίζει από κόσμο, ο Λουκάς Κατσίκας μας ευχαριστεί που τιμήσαμε για μια ακόμα φορά το θεσμό. Απ’ ότι φαίνεται, η τύχη του πρωτάρη που ανέφερε στην Τελετή Έναρξης ήταν με το μέρος του ώστε το φεστιβάλ να διεξαχθεί σαν να μην άλλαξε τίποτα. Η απονομή των βραβείων ξεκινά. Ποιοι ήταν οι φετινοί νικητές;

Βραβείο Χρυσή Αθηνά Καλύτερης ταινίας: Η Ιστορία του Χέντι (Inhebek Hedi)

Βραβείο Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών: Επιχείρηση Χιονοστιβάδα (Operation Avalanche)

Βραβείο Σεναρίου: Στη Σκιά του Φόβου (Under the Shadow)

Ειδική Μνεία της Επιτροπής και Βραβείο Κοινού: Η Κόκκινη Χελώνα(La Tortue Rouge)

Βραβείο Χρυσή Αθηνά Μουσική & Φιλμ: Βγάλε τον Σκασμό: Ο Φρανκ Ζάπα με Δικά του Λόγια(Eat that Question: Frank Zappa in his Own Words )

Πρώτο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους, Καλύτερου Σεναρίου, Καλύτερης Σκηνοθεσίας

και Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας: Limbo

Την ταινία λήξης την περιμέναμε καιρό. Ήταν μια έκπληξη που μας ήρθε από το πουθενά όταν ανακοινώθηκε στη συνέντευξη τύπου του φεστιβάλ. Σε συνδυασμό με το αφιέρωμα στον σκηνοθέτη της που περιλαμβανόταν στο Σινεμά, η περιέργειά μας είχε ερεθιστεί αρκούντως προκειμένου να ξέρουμε πως έχουμε ένα σημαντικό ραντεβού το Σάββατο που μπαίνει ο Οκτώβρης. Ο Paul Verhoeven έχει μέχρι στιγμής μια φιλμογραφία που, παρά τα πάνω και τα κάτω της, μπορεί με ασφάλεια να χαρακτηριστεί πληθωρική ως προς τη θεματολογία της, έχοντας πάντα ως κοινό γνώμονα ορισμένες θεματικές που χαρακτηρίζουν ενιαία το έργο του. σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η υπερβολική βία, ορατή ή υπονοούμενη και η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου όπως και του ερωτισμού. Απουσίαζε κάποια χρόνια από τη σκηνοθετική επικαιρότητα αλλά κανείς δεν ετοιμαζόταν για το τι επρόκειτο να είναι το επόμενο πρότζεκτ του. όπως επίσης κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως Εκείνη (Elle) έμελε να είναι η μάλλον καλύτερη ταινία της καριέρας του.

Η Michelle είναι μια διαζευγμένη μεσήλικη, διευθύντρια ενός στούντιο βιντεοπαιχνιδιών, που ζει μια ζωή κυριαρχούμενη από συγκρούσεις. Με τη μητέρα της η οποία στα γεράματα αποφάσισε να βρει ένα νεαρό εραστή, με τον γιό της που συζεί με μια εκκεντρική κοπέλα, με τον πρώην σύζυγό της που ο γάμος τους υπήρξε ταραχώδης, με τους συναδέλφους της που δεν μπορούν να συμφωνήσουν με τις απόψεις της και με το παρελθόν της που την έχει στιγματίσει. Μια μέρα ένας μασκοφορεμένος εισβολέας μπαίνει στο σπίτι της και τη βιάζει. Εκείνη παρά τον ψυχολογικό της τραυματισμό, θα συνεχίσει κανονικά τη ζωή της, αλλά ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο θα έχει αλλάξει οριστικά, ενώ δε θα σταματήσει να αναζητά την ταυτότητα του βιαστή της.

Από την πρώτη σεκάνς της ταινίας στην οποία η πρωταγωνίστρια πέφτει θύμα βιασμού, γίνεται άμεσα κατανοητό πως οι φιλικές διαθέσεις δε θα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της ταινίας. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης της θέλει να μας κάνει να έρθουμε σε δύσκολη θέση, απεικονίζοντάς μας εικόνες ωμές και φρικτά κυνικές, γελώντας κατάμουτρα με τις αντιδράσεις μας. Για την ακρίβεια, η διάθεσή της δεν ενέχει κανένα στοιχείο οίκτου και δε δείχνει καμία λύπηση στο θύμα της. Όπως και η Michelle, άλλωστε, δεν αφήνει τον εαυτό της να πληγωθεί απ’ ότι της συνέβη, εξακολουθεί να είναι μια ψυχρή γυναίκα που λατρεύει να σχολιάζει κακεντρεχώς οτιδήποτε βρίσκει αντιπαθητικό. Γι αυτό και μπορούμε πολύ εύκολα να τη χαρακτηρίσουμε ως μια μαύρη κωμωδία, όπως ο χρωματικός της τόνος που κυριαρχείται από έντονες σκιάσεις και σκοτεινές αποχρώσεις του κάθε χρώματος.

Καίριο σημείο της ταινίας, εκτός από τον κυνισμό της, η έντονη παρουσία του φετιχισμού και των διαφορετικών μορφών του. κάθε χαρακτήρας έχει τα δικά του βίτσια, τα οποία δε μένουν καθόλου κρυφά αλλά αντιθέτως καθορίζουν κάθε έναν από αυτούς. Οιδιπόδειο, νεκροφιλία, νεκροφιλία, ηδονοβλεψία και άλλα συναφή «ευχάριστα» φετίχ παρελαύνουν με τον ένα τρόπο ή με τον άλλον από την οθόνη, μελετώντας με σχεδόν σουρεαλιστικό τρόπο την ανθρώπινη φύση σε μια μορφή σχεδόν απογυμνωμένη από ηθικούς κώδικες. Μερικές σεκάνς, μάλιστα, μπορούν να κατηγορηθούν για ωραιοποίηση των πράξεων που βλέπουμε, με τρόπο παρόμοιο αυτού που έκανε τον Kubrick να κατηγορηθεί για ωραιοποίηση της βίας στο Κουρδιστό Πορτοκάλι. Προβοκάρει ανοιχτά το κοινό και δε δείχνει κανένα αίσθημα ενοχής γι’ αυτό.

Παρά τις όποιες φαινομενικές απόπειρες πρόκλησης του κοινού, δεν είναι μια άμυαλη, παιδιάστικα προσβλητική ταινία. Η προβολή του ανορθόδοξου ερωτισμού είναι διεισδυτική, ενώ καμία απεικόνιση δεν ξεφεύγει από τα ρεαλιστικά πρότυπα. Παρά το κατάμαυρο χιούμορ με το οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα, παραμένει μια ταινία σοβαρή, σχεδόν αγγίζοντας τα όρια της φροϋδικής μελέτης πάνω στις λειτουργίες του υποσυνείδητου και τον τρόπο με τον οποίο αυτές καθορίζουν τη ζωή μας. Τα ψυχολογικά συμπλέγματα παρουσιάζονται όχι με θέρμη, αλλά με μια απόσταση, ανάλογη με αυτή που ο ψυχολόγος παρατηρεί τον θεραπευόμενό του και προσπαθεί να τον ερμηνεύσει, χωρίς να κάνει προβολή του εαυτού του πάνω του. Η συγκεκριμένη αποστασιοποίηση, βέβαια, δε χαρακτηρίζει και το παίξιμο τον ηθοποιών, εδώ δεν υπάρχουν μπρεχτικές μέθοδοι, φρικιάμε όταν πρέπει και γελάμε όταν είναι η ώρα να γελάσουμε. οι ερμηνείες των ηθοποιών ταιριάζουν απόλυτα με τις προσταγές του Verhoeven, πατώντας πάνω σε έναν απτό κυνισμό και αποφεύγοντας τις θεατρικές υπερβολές. Κέντρο της προσοχής του θεατή δεν είναι άλλο από την υπέροχη Isabelle Hupert, η οποία διατηρεί τη γοητεία της παρόλο που ενσαρκώνει την απόλυτα ψυχρή και υπολογιστική γυναίκα με άψογα αποτελέσματα.

Μια σαρδόνια ταινία που μένει στο μυαλό του θεατή για αρκετό καιρό μετά την προβολή της. αρκετά δυσάρεστη ώστε να αποτελέσει μια τραυματική εμπειρία στους πιο «αθώους» και αρκετά ευχάριστη ώστε να χρίζει επαναπροβολής από τους «παράφρονες», κάνει τον Verhoeven έναν σκηνοθέτη απόλυτα επιτυχημένο ως προς τις προθέσεις του. και το να καταφέρεις να κάνεις το κοινό να νιώσει άβολα εν έτει 2016 δεν είναι και μικρό επίτευγμα όταν ζούμε στην εποχή της αποθράσυνσης και της ψηφιακής ικανοποίησης των πιο βίαιων ενστίκτων μας. Στις τοπ ταινίες της χρονιάς άνευ περιθωρίου αμφισβήτησης.

grs_24821982_type12499

Ο Λιγδιάρης Στραγγαλιστής στο τρέιλερ μας υποσχέθηκε μια φιέστα απρέπειας και ανήθικης βρωμιάς, μια εμπειρία που όμοιά της δύσκολα έχουμε ξαναδεί. Σάββατο βράδυ, η ώρα περασμένες 11 και στο Odeon Όπερα 1 συρρέει πλήθος κόσμου που έρχεται για να εξακριβώσει κατά πόσο τα λεγόμενα της πρόγευσης που έχουμε πάρει ευσταθούν. Ακόμα και να τα τηρήσει, παρόλα αυτά, είναι δίκοπο μαχαίρι το κατά πόσο θα είναι μια ταινία ενδιαφέρουσα που δε θα βαδίζει πάνω στο ανούσιο σοκ για χάρη του σοκ. Όπως και να ‘χει, θα ήταν ψέμα να πούμε πως δεν ανυπομονούσαμε γι’ αυτήν την προβολή από τότε που ανακοινώθηκε ανάμεσα στις πρώτες ταινίες που το φεστιβάλ θα φιλοξενούσε.

Ο Big Ronnie εργάζεται μαζί με το γιο του, Brayden, ως ξεναγοί στα αξιοθέατα του Λος Άντζελες στα πλαίσια της μοναδικής ντίσκο ξενάγησης που υπάρχει στην κοσμική μεγαλούπολη. Μια μέρα θα γνωρίσουν μια νεαρή τουρίστρια που θα κλέψει τις καρδιές των δύο ανδρών, κάνοντας μια διαμάχη να ξεσπάσει μεταξύ τους. θα προσπαθήσουν να κερδίσουν την αγάπη της πάση θυσία. Ταυτόχρονα, ο Λιγδιάρης Στραγγαλιστής, ένας δολοφόνος που αφήνει στο πέρασμά του μια αηδιαστική λιπαρή ουσία, καραδοκεί για να βρει τα επόμενα θύματά του.

Όσοι λατρεύουν τις αηδιαστικές, υπερβολικές κωμωδίες στις οποίες η πλοκή έχει δευτερεύοντα λόγο και η δυσωδία έχει τον πρώτο λόγο είναι αυτοί που ενδεχομένως θα την ευχαριστηθούν. Και λέω «ενδεχομένως» επειδή, αν και προσωπικά έχω πολλές τέτοιες ένοχες απολαύσεις, στη συγκεκριμένη ταινία από ένα σημείο και μετά βαρέθηκα. Περίμενα μια πιο υπερβολική εκδοχή των ταινιών του μέγιστου John Waters, που το camp θα συναντά το αηδιαστικό και τα δυο θα πορευτούν εις σάρκα μια, αλλά αντιθέτως, μετά το πρώτο μισάωρό της, η ταινία αρχίζει να εξασθενεί. Τα αστεία, παρότι είναι όντως αρκετά χοντροκομμένα προκειμένου να σοκάρουν ακόμα και τους πιο ανεκτικούς θεατές, καταλήγουν επαναλαμβανόμενα και κουραστικά. Σύμφωνοι, δεν έχει το ίδιο αχρείαστα κοπροφιλικό χιούμορ μια ταινίας όπως το 1000 Τρόποι για να Πεθάνεις στην Άγρια Δύση, αλλά και ταυτόχρονα απουσιάζει αυτό το στοιχείο που έκανε το Pink Flamingos μια camp ραψωδία για την ανηθικότητα και τη βρωμιά.

Αναγνωρίζω, πάντως, ότι ορισμένα από τα ευρήματα που χρησιμοποιούνται προκειμένου να απεικονιστεί όλο αυτό το πανηγύρι δυσωδίας είναι επιτυχημένα, χωρίς να σώζουν την ταινία συνολικά. Στην αρχή πράγματι σοκαριζόμαστε με τις πρώτες βρισιές, τη υπερβολικά αποκαλυπτική και ακαλαίσθητη γύμνια των πρωταγωνιστών, τους υπερβολικούς φόνους. Αλλά μετά από λίγο το μάτι συνηθίζει και όλα αυτά αρχίζουν να χάνουν τον σκοπό τους, καθώς δεν είναι έξυπνα διασκορπισμένα μέσα στην ταινία, αλλά αντίθετα την «πλημμυρίζουν». Παν μέτρον άριστον, αλλά ο Λιγδιάρης Στραγγαλιστής δε φαίνεται να έχει ούτε επίγνωση των παραπάνω, αλλά ούτε και μια κλιμάκωση της φρικωδίας του, κάτι που, επί παραδείγματι, έχουν να κανακεύονται κάποιες από τις ταινίες της Troma. Όπως και ο δολοφόνος της ταινίας, έτσι και η ίδια χρησιμοποιεί τόνους λίγδας, προκειμένου να κρύψει την πραγματική της ταυτότητα, αυτή της αδυναμίας σύνθεση μιας ξεχωριστής φιλμικής εμπειρίας. Είναι, μάλιστα, τόσο πολλή αυτή η λιπαρή ουσία που την καλύπτει που όταν πάει να πιάσει κάποιον θεατή-θύμα προκειμένου να τον στραγγαλίσει, αυτός καταλήγει να γλιστράει και να ξεφεύγει από την υπερβολικά γλιστερή υφή της αμφίεσής της.

Ίσως μετά το Εκείνη να μην ήμουνα στην κατάλληλη διάθεση και αυτό να με οδήγησε στο να μην εκτιμήσω αυτό το white trash στοιχείο που τη διέπει. Ίσως στο μέλλον την εκτιμήσω κατά τι περισσότερο, αλλά προς το παρόν η γεύση που μου αφήνει δεν είναι αηδιαστική, αλλά αντιθέτως απλά με μπουχτίζει.