12697172_455136621348415_2136626293483260366_o

  Στο διάλειμμα του μαθήματος στο ΣΔΕ στις φυλακές Κορυδαλλού.

  Eίναι η τέταρτη φορά που περνάω το κατώφλι του Κορυδαλλού και η πρώτη που πέφτω κυριολεκτικά μούρη με μούρη πάνω στον Άκη Τσοχατζόπουλο, ο οποίος κοντοστέκεται χαμογελώντας, ατσαλάκωτος κι ευθυτενής, σαν μόλις να έχει βγει όχι απ΄το κελί του αλλά απ΄το υπουργικό γραφείο του. Δίπλα μου η καλή συνάδελφος και γνωστή στιχουργός Φωτεινή Λαμπρίδη, που με καθοδηγεί στο κτήριο του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας. Δεν της προκαλεί την ελάχιστη έκπληξη η συνάντηση. «Τον έχω δει και με πιτζάμες τον Ακη», αποφαίνεται ψύχραιμη. Είναι Πέμπτη.

Ένα πρωϊνό καφέ θέλαμε να πιούμε από καιρό. «Τις Πέμπτες το πρωί δεν μπορώ», μου επαναλάμβανε. Κάποια στιγμή τη ρώτησα το λόγο. «Κάνω μαθήματα στον Κορυδαλλό». Μπορεί να λέγεται το μάθημα, που πραγματοποιούσε στο πλαίσιο του  project ραδιόφωνο, μιας εθελοντικής πρωτοβουλίας του ραδιοσταθμού Στο Κόκκινο, «Μάθημα στιχουργικής», αλλά για μισό χρόνο κάθε Πέμπτη στην καρδιά του Κορυδαλλού γινόταν ένα αδιανόητο μάθημα δημιουργικής γραφής, με γερές δόσεις ψυχανάλυσης, για το οποίο ο Κώστας, κρατούμενος γύρω στα 17 χρόνια, αποκαλύπτει ότι τον έμαθε να σκέφτεται λογικά και να συγκροτεί δομημένη σκέψη.

Τον καφέ, λοιπόν, τον ήπιαμε τελικά μια κι έξω στα σχολικά θρανία της μικρής αίθουσας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας των φυλακών, κάτω από τη φωτογραφία ενός αληθινά παραδεισένιου Super Paradise (απροσδιόριστης χώρας), ενός ξεθωριασμένου αντίγραφου της Μόνα Λίζα και της σειράς-ογκόλιθου του συνόλου των αρχαίων τραγωδιών, ενώ οι μαθητές της, παιδιά είτε με ελαφρές ποινές, που στο τέλος του χρόνου αποφυλακίζονται, είτε με βαριές, που θα τους κρατήσουν πολύ καιρό ακόμη έγκλειστους, κάναν την τελευταία πρόβα για τα τραγούδια που ερμήνευσαν στην γιορτή λήξης της σχολικής χρονιάς την περασμένη βδομάδα. Οι στίχοι, αυθεντικά ρεμπέτικοι και σπαραξικάρδιοι, είναι δικοί τους. Γεννήθηκαν σιγά σιγά μέσα στο μάθημα. Τη μουσική τους τη συνέθεσε ο Σπύρος Γραμμένος.

12716338_455136614681749_3649378375046453345_o (1)

Την ώρα της γιορτής η Φωτεινή Λαμπρίδη είδε ότι η συγκίνηση δεν ήταν μια υπόθεση που αφορούσε μόνο της ομάδα στιχουργικής. Δεν ήταν δύσκολο και οι  υπόλοιποι κρατούμενοι να ταυτιστούν με τους στίχους :«Ψάχνω δεύτερη ευκαιρία για να βγω στην κοινωνία/ δεν θα πέσω κάτω/ δεν θα γονατίσω/ δύναμη θα βρω σελίδα να γυρίσω;»

Ή: «Δεν μου δωσαν ευκαιρία/μπήκα στην παρανομία/ νόμιζα με μια ληστεία /θα’ φερνα ισοπαλία/Ομως σφύριξε τη λήξη/ και στο κάγκελο έχω πήξει/ πάω από δω πάω από εκεί/ δεν έχει απόδραση αυτή η φυλακή / Ψαχνω δεύτερη ευκαιρία. Για να βγω στην κοινωνία/ κάθε άνθρωπος έχει αξία και αξίζει ελευθερία/Φόβος, κόμπλεξ/ ντροπή/ επειδή ήμουν φυλακή/ άραγε η αγάπη μου θα είναι ακόμα εκεί;»

“Με ένα τρόπο, αυτά που άκουγαν ήταν τα τραγούδια της κοινότητάς τους, που τα έγραψαν κάποιοι ανάμεσά τους.», παρατηρεί η Φωτεινή, η οποία στο τελευταίο μάθημα έκανε τους μαθητές της να πετάνε από χαρά όταν τους διαβεβαίωνε “Αν συνεχίσουμε θα βγάλουμε 100% επιτυχία».

Ο διάδρομος έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας, όπου την ίδια ώρα άλλες ομάδες κάνουν πρόβα για μια παράσταση, μάθημα εικαστικών ή εργαστήρι κινηματογράφου, είναι γεμάτος με έργα τεχνης, με ένα κοινό χαρακτηριστικό: τα εκτυφλωτικά χρώματα. Τα έργα προέκυψαν από το εργαστήρι του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας και μάλιστα εκτέθηκαν στην πρόσφατη Art Athina. Πριν μπεις στα γραφεία των διευθυντών, στην αίθουσα αναμονής, ένας νεαρός κρατούμενος και φοιτητής, δίπλα ακριβώς απ΄την καδραρισμένη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους, γράφει στο pc εξετάσεις για την πανεπιστημιακή σχολή του. Τίποτα δεν προδίδει ότι είναι χώρος των φυλακών Κορυδαλλού.

Λίγα μέτρα από εδώ τα παιδιά τού εργαστηρίου στιχουργικής ραπάρουν, υπό το βλέμμα και την ενθάρρυνση της Φωτεινής Λαμπρίδη, και  δυο ακόμη  δασκάλων, της Μαρίας και της Ειρήνης: «Μια παρέα γίναμε όλοι Ελβις, Κώστας, Βίκτωρ, Τόνι και Λουλάι. σε μια συνωμοσία στιχουργική.»

«Γιατί ντρεπόσαστε;», ρωτά ο Κώστας τους υπόλοιπους  όταν κομπιάζουν. Μόλις έχει βγει η  υποδιευθύντρια Ιωάννα Χαραλαμποπούλου, που μπαινοβγαίνει στην αίθουσα χαμογελαστή.

unnamed-4 (1)

Με την καθηγήτριά τους Φωτεινή Λαμπρίδη, για την οποία συνέθεσαν ένα ποίημα-έκπληξη που μετά της το αφιέρωσαν.

Μετά την προβολή του slide show, με φωτογραφίες της ομάδας από τα μαθήματα, αρχίζει η ψυχανάλυση, η οποία απ’ότι φαίνεται ήταν πάντα στο πρόγραμμα, αφού η Φωτεινή Λαμπρίδη τους ζήταγε να χρησιμοποιήσουν ως πηγή έμπνευσης κάτι που τους απασχολεί, τους προβληματίζει, τους φοβίζει ή τους θυμώνει. Ετσι προέκυψε ένα τραγούδι για ένα άσχημο περιστατικό εντός της φυλακής,  για το οποίο έγιναν ατέλειωτες συζητήσεις αν τελικά μπορούν να το τραγουδήσουν και στη γιορτή. Οι απόψεις διίσταντο. Υπήρχαν πολλοί που δεν φοβούνταν αν μετά θα έμπαιναν στην μπούκα.

Οι πιο συγκινητικές πάντως στιγμές στα μαθήματα που θυμάται η Φωτεινή είναι οι πρώτες σιωπές. «Όταν έβλεπα τα βλέμματα στο ταβάνι στοχαστικά. Η ώρα που έψαχναν τις πρώτες ιδέες για να προχωρήσει η δράση του τραγουδιού. Είναι συγκλονιστικό το πόσο έτοιμοι ήταν να εκτεθούν. Το πώς η αρχική αντίσταση που είχαν μετατράπηκε γρήγορα σε λαχτάρα. Η στιχουργική αποδείχτηκε πως ήταν μια διαδικασία που τους βοηθάει να βγάζουν την ψυχή τους».  Όταν αντιλαμβάνονταν πως οι ίδιοι μπορούσαν να δημιουργήσουν κάτι από το τίποτα ενθουσιάζονταν!

«Πες μας αν πρέπει να διορθώσουμε κάτι σε μας τους ίδιους για να ξαναέρθεις»,  είπε στη Φωτεινή, αφοπλίζοντας την, ο Ελβις.

«Το μάθημα τους ανακίνησε υπαρξιακά θέματα που τα αναγνώριζαν επειδή τα έβλεπαν στο χαρτί. Ήταν σαν να μην τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ανακαλύψουν πτυχές του εαυτού τους που άλλοι τις ανακαλύπτουν στη βασική εκπαίδευση πολύ νωρίς. Επίσης, είχαν άλλη αντίληψη για την τέχνη. Όταν βλέπουν πως η τέχνη δεν είναι μόνο αναπαράσταση της ομορφιάς αλλά μπορεί να είναι κραυγή αγωνίας, συνταράσσονται”.

Αυθόρμητοι και στο τελευταίο μάθημα δεν έκρυψαν αυτό που αισθάνονται: «Το σίγουρο είναι πως θα μας λείψετε, δεν θα περνά ο χρόνος εδώ. Και του χρόνου εσάς θέλουμε», είπε ο παραπονιάρης Ερμής, την ώρα που ο Κώστας, με τον οποίο κάποια στιγμή κάναμε γαλαρία, μου έδινε με καμάρι να διαβάσω τους στίχους κατάθεση ψυχής που έγραψε στο εργαστήρι τους: «Μου έχουν πάρει την ψυχή/ όμηρο σου το κορμί/ μου τρελαίνεις το μυαλό και σε ψάχνω να σωθώ.

unnamed-2 (2)

Την ώρα του μαθήματος.

-Τι νιώσατε στα μαθήματα;, ρωτά η Φωτεινή λίγο πριν την οριστική λήξη του τελευταίου μαθήματος. «Συγκίνηση».  «Διασκέδαση».  «Δεν είναι φυλακή εδώ. Ήταν σαν να μην είναι φυλακή. Όταν ξαναγυρνούσα πίσω ξανάρχιζε η φυλακή». «Η μέρα το καλοκαίρι είναι μεγάλη δεν περνά. Εδώ ο χρόνος άλλαζε».

  «Πες μας αν πρέπει να διορθώσουμε κάτι σε μας τους ίδιους για να ξαναέρθεις», είπε σχεδόν ικετευτικά αφοπλιστικός ο Ελβις απευθυνόμενος στη γυναίκα που τους μετέτρεψε μεθοδικά σε στιχουργούς. «Μα τι είναι αυτά που λες! Θα ξαναέρθω, θα διεκδικήσω να ξαναέρθω απ΄το Σεπτέμβρη γιατί κι  εσείς με βοηθήσατε να ανοίξω και να ελευθερώσω τις εμπειρίες μου. Ηταν από τα πιο δημιουργικά πράγματα που μου έχουν συμβεί. Το θάρρος που είχατε να εκτεθείτε, να αποκαλύψετε αυτό που νιώθετε. Δεν συμβαίνει αυτό. Το ξέρω γιατί κάνω μαθήματα και έξω. Καταλαβαίνεις, Ελβις;.»

 Η Φωτεινή θέλει να επανακάμψει και τη νέα σχολική χρονιά γιατί βλέπει ότι «η ιδρυματοποίηση και ο στιγματισμός, σε συνδυασμό με την κρίση που δεν προσφέρει ευκαιρίες για εργασία σε μη στιγματισμένα άτομα πόσο μάλλον σε νέους που μόλις αποφυλακίστηκαν, τους δημιουργεί ένα απόλυτο αδιέξοδο. Η ζωή εκεί έξω είναι άλυτος γρίφος. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν από που να πιάσουν ξανά το νήμα. Πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος. Είναι αυτονόητη η βοήθεια που χρειάζονται από την πολιτεία. Στο ΣΔΕ τόσο η διευθύντρια όσο οι καθηγητές και οι εθελοντές κάνουν συγκινητική δουλειά συνεχίζοντας το έργο του κου Ζουγανέλη που έφυγε πριν λίγους μήνες από τη ζωή και ο οποίος έβαλε τα θεμέλια.»

Την ώρα που παραλαμβάναμε τις ταυτότητες και το κινητό το μας απ’ τον ανέκφραστο  φύλακα που άκουγε Depeche Mode (!), ρωτάω τη Φωτεινή αν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αποκάλυψη ή μαρτυρία των παιδιών που να την τάραξε περισσότερο. «Μια μέρα μου διηγήθηκαν πως έκαναν διαμαρτυρία μένοντας στο προαύλιο ως τις 8 το βράδυ. Τους ρώτησα «πώς νιώσατε;» «Είδαμε επιτέλους νυχτερινό ουρανό! Είχαμε να τον δούμε μήνες!. Κάτι που με έλλα λόγια μάς  είχαν τραγουδήσει και λίγα λεπτά πρωτύτερα: «Σ’ ενα κελί είμαι κλειδωμένος/ με χίλιες σκέψεις φορτωμένος/ δίχως φως εγκλωβισμένος/ έξω απ΄τα σίδερα βλέπω ένα φως  άπλωσα το χέρι, μα κανείς γνωστός.»