«Μπιπ, μπιιιιιιιπ, μπιιιιιιιιιπ, μπιιιιιιιιιπ»!

Όχι, δεν είμαι εγκλωβισμένος σε μποτιλιάρισμα. Μισό.

«Που να σου γαμμπιιιιιιιιπ το παλιομπιιιιιιιιιπ που σε πέταγε, μπμπιπ ξεκμπιιιιιιπ».

Αρχίζει να ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για λογοκρισία, σωστά;

«Καρμπιιιιιπ! Πουσμπιιιιιιπ! Γαμπιιιπ τον κμπιιιιπ σου, καταραμένε μπιιιιιιπαράααα!».

Λοιπόν, τα νεύρα μου δεν είναι καθόλου καλά. Και επειδή δεν μπορώ να κάνω ένα ταξίδι στον χώρο να ηρεμήσω, θα κάνω ένα ταξίδι στον χρόνο να ξεχαστώ. Και να πάρεις, επιτέλους, πρέφα κι εσύ.

Η γιαγιά μου, από την πλευρά της μάνας μου, είναι μια σκληρή, ορεσίβια γυναίκα, από τα μέρη εκείνα της λεβεντογέννας Κρήτης που οι άνθρωποι μαθαίνουν από μικροί τρία μόνο πράματα: Πρώτον, αν ένα πρόβλημα δεν λύνεται με 11.000 μπαλωθιές, τότε λύνεται με 1.472 λίτρα τσικουδιάς (και με 11.000 μπαλωθιές αμέσως μετά). Δεύτερον, Αν ξυρίσεις το μουστάκι σου, δεν είσαι άντρας (αν έχεις γεννηθεί άντρας) ή γυναίκα (αν έχεις γεννηθεί γυναίκα) και τρίτον, στο πάρκινγκ του FESTOS PALACE, οφείλεις να κατέβεις 3 περίπου ώρες προτού αυτό φτάσει στον προορισμό του, να βάλεις αμέσως μπροστά τη μηχανή του οχήματός σου και να μαρσάρεις με θρησκευτική ευλάβεια ανά δέκα δευτερόλεπτα. Μετρημένα και τακτοποιημένα.

Αυτής της γυναίκας, που λες, απαξιώνουμε πλήρως το 90% ξερωγώ των χρόνων της, γιατί τέτοια τομάρια είμαστε και τη συναντάμε στο λυκόφως της ζωής της. Χήρα πια, το ίδιο σκληρή και ζοχάδα με τα νιάτα της αλλά σαφώς πιο αδύναμη και, επιπλέον, στο χειρότερο μέρος του πλανήτη –μακριά από την Κρήτη, όπου κι αν βρίσκεται αυτό– όπου την έφερε η κόρη της και μάνα μου, γιατί τι να έκανε μια γριά στο χωριό και, επιπλέον, τι να έκανε και μια οικογένεια στο χωριό!

Τα κύρια χαρακτηριστικά της καθημερινότητάς της σε αυτό τον κακάσχημο τόπο (για να μην αδικηθεί καμιά από τις πανέμορφες ελληνικές πόλεις μας, ας ονομάσουμε τον τόπο αυτό «Αθήνα») ήταν βαρεμάρα, χασμουρητά, τηλεόραση, τα ίδια και τα ίδια κουτσομπολιά με τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους, η εκκλησία, η λαϊκή της γειτονιάς, το μπακάλικο, ο φούρνος, όλα τα μέρη στα οποία είθισται να βλέπεις έναν γέρο λίγο πριν τον δεις σε κάποιο Silver Alert. Αχ και να γινόταν κάτι να πάψει να μαραζώνει η γιαγιά! Κάτι, ό,τι…

Αυτό το «ό,τι», βέβαια, μεγάλη παγίδα, ρε φίλε! Βλέπεις, όταν εύχεσαι να γίνει κάτι που θα σε βγάλει από τη ρουτίνα, συνηθίζεται να έχεις στο μυαλό σου κάτι ευχάριστο και συναρπαστικό. Έπειτα από λίγο, όταν η ευχή σου έχει εισακουστεί κατά το ήμισυ και ο νόμος του Μέρφι σου έχει δείξει τη δύναμή του καθ’ ολοκληρία κάνοντάς τα πουτάνα όλα, το ρουτινιάρικο φαντάζει αυτομάτως ονειρεμένο. Εύχεσαι να υπήρχε ένας τρόπος να ακυρωθεί η αρχική ευχή σου Μόνο που οι ευχές δεν λειτουργούν έτσι.

Η τελευταία φορά, το λοιπόν, που είδα τη γιαγιά μου σόι, ήταν μια μέρα που πήγε στην εκκλησία. Όταν επέστρεψε, δεν ήταν πια η γιαγιά μου. Χτυπούσε τα δόντια, ανασήκωνε τους ώμους, κλοτσούσε στον αέρα, κραύγαζε άναρθρα, πότε-πότε γαύγιζε κιόλας, έφτυνε, ρευόταν, γελούσε νευρικά, στροβίλιζε το κεφάλι της. Ήταν κάτι σαν μισό ρολόι, ασούμε: Όλο τικ, κανένα τακ (συγνώμη).

Το πιο σημαντικό από τα νέα χαρακτηριστικά της, όμως, ήταν ότι έβριζε, μάγκα μου. Έβριζε σαν «μπλοκάκης» δικηγόρος που βρέθηκε ξιπόλητος σε σκοτεινό δωμάτιο γεμάτο σκόρπια lego στο πάτωμα, την ώρα που άκουγε από το ραδιόφωνο τις επιβαρύνσεις που του έρχονται με το νέο φορολογικασφαλιστικό.

Τι της είχε συμβεί, κανείς δεν ήξερε. Εν τω μεταξύ, τα whereabouts της δεν δικαιολογούσαν να υποθέσουμε ότι μπήκε ο σατανάς μέσα της, αλλά, διάολε, αυτό φάνταζε το πιο λογικό σενάριο, στο μυαλό μου.

Οι επόμενες μέρες και νύχτες ήταν φτιαγμένες από τα ίδια υλικά με τον Εξορκιστή, με τη γιαγιά να ουρλιάζει και να γρυλλίζει και να μας βρίζει και να μας απειλεί και να μας καταριέται και να ψάχνει εύκαιρο σταυρό για να… τεσπά, Εξορκιστής σου λέω, κατάλαβες.

Ο γιατρός που καλέσαμε, την έβλεπε σκεπτικός και κουνώντας το κεφάλι σαν σκυλάκι-κουκλάκι σε παρμπρίζ αυτοκινήτου. Όταν έφτασε η ώρα της διάγνωσης, πήρε βαθιά ανάσα που σε προϊδέαζε ότι θα πει κάτι σημαντικό. Τελικά, έκανε προσποίηση και απλώς ξεφύσηξε. Μετά πήρε δεύτερη ανάσα, μικρότερη αυτή τη φορά, και ψέλλισε ένα «Ψυχοσωματικό είναι», απορώντας και ο ίδιος με το ότι δεν τον αρχίσαμε στις κλοτσιές για τις πίπες που λέει. Προς το τέλος της ανάσας του, συμπλήρωσε και ένα «70 ευρώ, παρακαλώ», εισέπραξε το ποσό που κέρδισε με τον ιδρώτα (μας) και πήγε σπίτι του να ψάξει στο google τα συμπτώματα. Αυτό ακριβώς κάναμε κι εμείς.

Και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι είχαμε στα χέρια μας μια καραμπινάτη περίπτωση είτε καρκίνου της ευπρέπειας (κάθε site με διαγνώσεις οφείλει να βγάζει και τουλάχιστον έναν καρκίνο) είτε Συνδρόμου Τουρέ. Τι στο διάολο είναι πάλι αυτό; Τουρέ εγώ ξέρω τον ποδοσφαιριστή, τον Γιάγια. Και τον αδερφό του, τον Κόλο. Κι έναν αδερφό που είχανε και πέθανε. Πλάκα-πλάκα ξέρω πολλά για το Τουρέικο! Σε κάθε περίπτωση όμως, Σύνδρομο με αυτό το όνομα μήτε που έχω ξανακούσει. Αλλά υπάρχει. Και είναι, λέει, μια νευροψυχιατρική διαταραχή που σπανίως εμφανίζεται σε μεγάλη ηλικία (την τύχη μου μέσα!) και ποτέ δεν θεραπεύεται εντελώς. Τέλειο;

Οι μέρες περνούσαν ως τέτοιες από τα ημερολόγια και ως χρόνια από πάνω μας, καθώς η κατάσταση της γιαγιάς ουδεμία βελτίωση σημείωνε. Οι γείτονες άρχισαν να παραπονιούνται. Τους εξηγούσαμε την κατάσταση, έγνεφαν με κατανόηση για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως μετά άρχιζαν να παραπονιούνται συμπονετικά. Οι επισκέψεις κοινωνικών λειτουργών και αστυνομικών είχαν γίνει καθημερινό φαινόμενο. Μέχρι και στις ειδήσεις γίναμε θέμα, μια μέρα που ήθελαν να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από κάτι ενδιαφέρον σε εμάς. Ήρθαν, μιλήσαμε, κατέγραψαν, και το βράδυ που είδα το θέμα να παίζει, νόμιζα ότι βλέπω επεισόδιο από το κογιότ με το μπιπ-μπιπ.

Το «Χάλι» μόλις και μετά βίας περιγράφει αυτό που ζούσα. Για να καταλάβεις, όταν ήθελα να χαλαρώσω, έβαζα το Σπιρτόκουτο. Στη διαπασών.

Την επομένη, συγκαλέσαμε έκτακτο οικογενειακό συμβούλιο να δούμε τι κάνουμε. Αποφασίσαμε να τη βγάζουμε εκ περιτροπής βόλτες. Όχι για να περνάει καλά αυτή, αλλά για να μπορούν να ηρεμούν λίγο όσοι μένουν στο σπίτι. Να έχουν λίγο “me time”, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Όμως, πού να πας με μια γυναίκα-οχετό, που ανά πάσα στιγμή παραβιάζει μισή ντουζίνα διατάξεις του ποινικού ή/και του αστικού κώδικα;

Βγήκα στον δρόμο κρατώντας τη γιαγιά. Μαγκωμένος και φοβισμένος. Παρακαλώντας για το καλύτερο, αλλά περιμένοντας το χειρότερο. Με τη μία άρχισα να ακούω χριστοπαναγίες. Προς ειδική έκπληξη, ωστόσο, δεν προέρχονταν από τη γιαγιά μου. Το άγχος με είχε κάνει να ξεχάσω ότι στα μέρη μας, οι αφορμές που δίνονται σε κάποιον να τσιτώσει και να βρίσει είναι πιο πολλές και από τους διορισμούς «ημετέρων» στο δημόσιο (ενώ τον εκνευρισμό επιτείνει και το γεγονός ότι αυτοί που διορίζονται είναι τελικά «υμέτεροι»). Συνεπώς, παραφωνία είσαι όταν παραμένεις ψύχραιμος όχι όταν ουρλιάζεις και χυδαιολογείς

Η συνειδητοποίηση αυτή, άνοιξε νέους δρόμους στη σκέψη μου. Άρχισα να βγάζω τη γιαγιά καθημερινά. Ανάλογα με την ώρα και την ημέρα, επέλεγα και το πού θα πάμε. Αν ήταν πρωί καθημερινής, φρόντιζα να μάθω πού είχε συγκέντρωση διαμαρτυρίας για οποιοδήποτε θέμα και σπεύδαμε να ενώσουμε τη συνδρομητική (την προερχόμενη εκ του Συνδρόμου) οργή μας με αυτή των απλών και γνήσια οργισμένων διαδηλωτών. Αν ήταν ώρες αιχμής, την έχωνα σε κάνα λεωφορείο και άφηνα την κίνηση να κάνει τη δουλειά της. Αν η μέρα ήταν ελεύθερη από πορείες, το κενό κάλυπταν περισσότερο από ικανοποιητικά οι ουρές σε εφορίες, τράπεζες και εφημερεύοντα νοσοκομεία.

Τα δε σαββατοκύριακα, το πρόγραμμα περιελάμβανε σταθερά δυο τρία γηπεδάκια και σίγουρα τα κηρύγματα συγκεκριμένων μητροπολιτών. Σε αυτό το τελευταίο κρυβόταν και ένα μπόνους για τη δόλια τη γιαγιάκα μου, καθώς όταν τελείωνε η λειτουργία, το μπλα-μπλα και οι κατάρες και έφευγε ο κόσμος, την άφηνα μόνη μέσα στο ναό να κατεβάζει καντήλια.

Επιπλέον των παραπάνω, η επέτειος του Πολυτεχνείου, η Πρωτομαγιά, η επέτειος δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και οποιαδήποτε απρογραμμάτιστη σύρραξη στο κέντρο, ήταν κάτι σαν οι εθνικές γιορτές μας.

Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιστάσεις, οι βαρύτατες ύβρεις και προσβολές που εκτόξευε η μονίμως έξαλλη γιαγιά μου, ήταν μεν 2-3 οκτάβες πάνω από αυτές του μέσου παρευρισκομένου, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε παραφωνία. Αναμειγνυόταν με το πλήθος ωραιότατα. Τι ανέλπιστη τύχη ήταν αυτή! Μια φράση μόνο μπορούσε να περιγράψει την κατάστασή μου: Kostas αισθάνεται kinda horny στην τοποθεσία Του μπιιιιιιπ το πανηγύρι.

Όλα κυλούσαν καλά, μέχρι την ώρα που κύλησαν… ακόμα καλύτερα. Ναι, γινόταν να πάνε ακόμα καλύτερα, αλήθεια σου λέω, καθώς παράλληλα αφαιρώ το “kinda” από την τελευταία πρόταση της προηγούμενης παραγράφου.

Ένα πρωί, την ώρα που ξεκινάγαμε για τις πορείες μας με τη γιαγιά, μας πλησίασε ένας μυστηριώδης τύπος που έμοιαζε με ασφαλίτη και αυτό με γέμισε ανασφάλεια. «Πόσα θες;», με ρώτησε απερίφραστα. «Εγώ… να… δηλαδή… από παλιά εμείς… τι πόσα;», απάντησα περιφραστικά και κάπως ασυνάρτητα. Όπως αποδείχτηκε, ο τυπάκος ήταν συνδικαλιστής ταξιτζής που είχε δει τη γιαγιά μου αρχικά στις ειδήσεις και στη συνέχεια στους δρόμους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τη νοικιάζει και να τη χρησιμοποιεί ως «λαγό» στις πορείες του σωματείου του, ώστε να δίνει τον παλμό στους υπόλοιπους διαδηλωτές και να τους αναγκάζει να ανεβάσουν τις φωνητικές τους επιδόσεις.

Πόσα θες; Επανέλαβε κυνικά ενώ κράδαινε μπροστά μου ένα μάτσο πενηντάευρα. «Κάτσε, εδώ έχουμε να κάνουμε με την εύθραυστη υγεία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, δεν είναι έτσι εύκολα τα πράγματα», απάντησα αποφασιστικά εγώ, ενώ χούφτωνα τα πενηντάευρα, πριν παιχτεί καμία μαλακία και χαθούν από το οπτικό μου πεδίο.

Για να μην τα πολυλογώ, η γιαγιάκα έσκισε και σταδιακά μετετράπη στη μασκότ κάθε διαδήλωσης, κάθε εξεγερμένου. Αφού, για να καταλάβεις, πολλές επαγγελματικές ομάδες επινοούσαν διάφορα και καλά δίκαια αιτήματα (άκουσον-άκουσον!), μόνο και μόνο για να κατέβουν σε απεργία και να έχουν το προνόμιο να βρεθούν δίπλα στη γιαγιά μου –επί πληρωμή πάντα, μην τρελαθούμε. Και εκείνη με περισσή χαρά ένωνε τη συνδρομητική (την προερχόμενη εκ της Συνδρομής, πλέον) οργή της με αυτή οποιουδήποτε αρκεί να πλήρωνε στην ώρα του.

Στο μεταξύ εγώ, αραχτός. Έχοντας πια «παρκάρει» τη γιαγιά στον εκάστοτε εξεγερμένο, καθιστώντας τον υπεύθυνο για την ανευθυνότητά της, έπινα φραπεδιές στον ήλιο και έκανα κρατήσεις για το γιαγιάρι (σύνθετη λέξη που προέρχεται από το μανάρι και τη γιαγιά) μου. Η δε «γιαγιά των 300 ευρώ», εκτός του ότι απολάμβανε πρωτόγνωρη ελευθερία, είχε βρει και έναν υπέροχα σουρεάλ τρόπο να υπερκεράσει τις ζημιές από τις περικοπές στις συντάξεις που της επέβαλαν, βρίζοντας πρόστυχα αυτούς που της επέβαλαν τις περικοπές στις συντάξεις. Ακόμα κι αν δεν είχε πλήρη επίγνωση για τίποτα από τα παραπάνω, το βλέμμα της, κάποιες στιγμές, μου μαρτυρούσε ότι καταλάβαινε.

Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή, μέχρι που ένας… Τι ήταν γιαγιά αυτός ο ένας;

«Πουτάνας γιος».

Ευχαριστώ γιαγιά! Μέχρι που ένας τέτοιος ζήτησε «Μια αποδειξούλα για την εφορία;».

«Πουτάνας γιοοοοοοοοοοοοοοος».

Κατάλαβες; Λαμόγιο από τη μια, νομοταγές από την άλλη. Και έπρεπε να πέσει σε εμένα. Kostas αισθάνεται kinda pissed στην τοποθεσία Το μπιιιιιιπ της μάνας του.

Οι εξελίξεις από εκείνο το σημείο κι έπειτα υπήρξαν καταιγιστικές. Ενώ ο κυριούλης ζητούσε αποδειξούλα, η γιαγιά μου αναρωτήθηκε…

«Τα παπάρια μας σου κάνουν;».

Η κουβέντα έμοιαζε να έχει βαλτώσει κάπως. Οι καλοί κύριοι του ΣΔΟΕ ανέλαβαν να την προαγάγουν, επιβάλλοντάς μας πρόστιμο διπλάσιο των χρημάτων που είχαμε εισπράξει έως εκείνη τη στιγμή, κι εγώ άρχισα να βγάζω αφρούς από το στόμα και να καταριέμαι και να σπάω πράγματα και να αναστατώνω το λεξικό της νέας ελληνικής μέχρι τα χρόνια που ήταν ακόμα βρέφος, ώστε να βρω ή/και να επινοήσω βρισιές όλο και πιο σκαιές. Μάλιστα, για πρώτη φορά έπειτα από μήνες, είδα τη γιαγιά να ψαρώνει με βωμολοχίες. Νομίζω έβγαλε και σημειωματάριο για να καταγράψει τις βρισιές που της έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση, αλλά δεν παίρνω και όρκο, είχα θολώσει.

Κάπως έτσι, με τη μετατροπή της επικερδούς δουλίτσας μας σε βαρέως επιζήμιας, δόθηκε τέλος στα όποια επιχειρηματικά μου όνειρα, και η ζωή μας επέστρεψε στους συνήθεις καταθλιπτικούς και στενωπούς οικονομικά ρυθμούς. Το μόνο που έμεινε είναι μια ωραία ιστορία. Έτσι, όταν μου ζητήθηκε να τη διηγηθώ, χάρηκα αρκετά και έτρεξα να μοιραστώ τα νέα με την πηγή της έμπνευσής μου.

«Μου ζήτησαν να γράψω ένα διήγημα για εσένα», της είπα.

«Πού;», ρώτησε κοφτά, δίχως ίχνος ενθουσιασμού.

«Σε ένα site», απάντησα με κάπως κομμένα φτερά.

«Θα πληρωθώ;», μπήκε στο ψητό.

«Ξέρεις γιαγιάκα, δεν λειτουργεί έτσι το…», ξεκίνησα να εξηγώ.

«Στ’ αρχίδια σου να το γράψεις».

Το βιβλίο του Κώστα Σεμερτζάκη «Παρθένος με Καρκίνο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος.